Τα γεγονότα της Κοφίνου

 




Στις 15 Νοεμβρίου του 1967 λαμβάνει χώρα αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας, σε ένα επεισόδιο που για πολλούς αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974.

Την Κύπρο κυβερνούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα βρισκόταν υπό τη διακυβέρνηση των συνταγματαρχών και πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.

Η Κοφίνου βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας - Λεμεσού και Λάρνακας - Λεμεσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων και τα χρόνια της δεκαετίας του '60 κατοικείτο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους (725 κάτοικοι στην απογραφή του 1960). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων. Ήταν μία διαρκής εστία επεισοδίων στην περιοχή και συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες, όταν δεν πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.

Η κυπριακή κυβέρνηση απευθύνθηκε στις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά η επέμβασή τους καθυστερούσε. Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η «Επιχείρηση Γρόνθος», όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό. Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά της γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.

Οι επιχειρήσεις στον Άγιο Θεόδωρο και την Κοφίνου προκάλεσαν σοβαρή πολιτική κρίση. Η Τουρκία χαρακτήρισε «στυγερή πρόκληση» τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας - Άγκυρας - Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία που είχε στείλει μυστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του 1963-1964.

Έτσι, η Κύπρος αφέθηκε έκθετη σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιούλιο του 1974. Άμεση συνέπεια της αποχώρησης της ελλαδικής μεραρχίας ήταν η ανακήρυξη της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης», με την οποία οι Τουρκοκύπριοι εμφανίστηκαν πλέον όχι ως μειονότητα ή απλή κοινότητα, αλλά ως μια οργανωμένη πολιτική οντότητα.