Με τον όρο «Ματωμένη Κυριακή» (Bloody Sunday για τους αγγλομαθείς, Domhnach na Fola στα ιρλανδικά) εννοούμε τέσσερα διαφορά αιματηρά γεγονότα, που έλαβαν χώρα από το 1887 έως το 1972, και συνδέονται με τις αγγλοϊρλανδικές σχέσεις.
Α’ Ματωμένη Κυριακή (13 Νοεμβρίου 1887)
Στις 13 Νοεμβρίου 1887, οι σοσιαλιστές και οι αναρχικοί διοργάνωσαν μια μεγάλη διαδήλωση στο Λονδίνο για να καταγγείλουν τη βρετανική πολιτική στο Ιρλανδικό και την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης των Τόρυδων (Συντηρητικών).
Οι 10.000 διαδηλωτές έφθασαν στην Πλατεία Τραφάλγκαρ με πορείες από διάφορα σημεία του εργατικού Ανατολικού Λονδίνου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η μορφή του διάσημου Ιρλανδού συγγραφέα και ακτιβιστή Τζορτζ Μπέρναρ Σο. Οι διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με 2.000 αστυνομικούς και 400 στρατιώτες, που ήταν αποφασισμένοι να τους εμποδίσουν να πλησιάσουν την πλατεία. Από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, τρεις διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους και 200 χρειάστηκαν νοσηλεία σε νοσοκομείο. Οι επικεφαλής συνδικαλιστές της πορείας συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν για έξι εβδομάδες.
Η «Ματωμένη Κυριακή» του 1887 αφύπνισε τις διάσπαρτες αριστερές δυνάμεις της Μεγάλη Βρετανίας, οι οποίες απέσυραν την υποστήριξή τους στο Κόμμα των Ουίγων (Φιλελευθέρων) και προχώρησαν στην ίδρυση του Εργατικού Κόμματος στις 27 Φεβρουαρίου 1900.
Β’ Ματωμένη Κυριακή (31 Αυγούστου 1913)
Το 1913, ο πληθυσμός του αγγλοκρατούμενου Δουβλίνου βίωνε την έσχατη ένδεια. 26.000 οικογένειες ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες σε 5.000 παραπήγματα, ενώ ο δείκτης της παιδικής θνησιμότητας ήταν από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη (142 θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους). Η ανεργία θέριζε και όσοι είχαν δουλειά προσπαθούσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Στις 26 Αυγούστου 1913 ξεκίνησε η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Ιρλανδίας, που διήρκεσε μαζί με την ανταπεργία των εργοδοτών έως τις 18 Ιανουαρίου 1914. Της απεργιακής κινητοποίησης ηγούνταν οι τραμβαγιέρηδες, με επικεφαλής τον συνδικαλιστικό θρύλο της Ιρλανδίας Τζέιμς Λάρκιν. Την Κυριακή 31 Αυγούστου σε μία από τις διαδηλώσεις τους στην οδό Σάκβιλ του Δουβλίνου (σήμερα οδός Ο’ Ντόνελ) χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί και να τραυματισθούν εκατοντάδες.
Ο μεγάλος ιρλανδός ποιητής Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς έγραψε το ποίημα «Σεπτέμβρης 1913» για να εκφράσει τη συμπαράστασή του στον αγώνα των εργαζομένων και την απέχθειά του για την καθολική μπουρζουαζία της πόλης και την Εκκλησία που την υποστήριζε.
Η ανταπεργία (λοκάουτ) των εργοδοτών προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στους εργαζομένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την απεργία και να επιστρέψουν στις δουλειές τους στις 18 Ιανουαρίου 1914.
Γ’ Ματωμένη Κυριακή (21 Νοεμβρίου 1920)
Βρισκόμαστε στο μέσο του Ιρλανδικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1919-1921) και η Κυριακή 21 Νοεμβρίου δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό της.
Η ημέρα στο Δουβλίνο άρχισε με τη δολοφονία 14 άγγλων πρακτόρων και ντόπιων συνεργατών τους από τον γνωστό μας Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA). Η απάντηση των κατακτητών εκδηλώθηκε το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Πυροβολούν στο ψαχνό και σκοτώνουν 15 φιλάθλους κατά τη διάρκεια του αγώνα ιρλανδικού ποδοσφαίρου μεταξύ Τιπερέρι και Δουβλίνου στο Κροκ Παρκ του Δουβλίνου. Οι δυνάμεις κατοχής υποστήριξαν ότι δέχθηκαν πυρά από φιλάθλους – μέλη του IRA.
Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλο το βράδυ χωρίς νεκρούς. Όμως, στο Κάστρο του Δουβλίνου, που είχε μετατραπεί σε φυλακή, βρίσκονται νεκροί τρεις πολιτικοί κρατούμενοι, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Συνολικός απολογισμός της τρίτης κατά σειρά «Ματωμένης Κυριακής»: 32 νεκροί.
Δ’ Ματωμένη Κυριακή (30 Ιανουαρίου 1972)
Η πιο γνωστή «Ματωμένη Κυριακή», επειδή εξυμνήθηκε από καλλιτέχνες του ροκ, όπως οι U2 («Sunday Bloody Sunday»), Stiff Little Fingers («Bloody Sunday»), Τζον Λένον («Sunday Bloody Sunday», «The Luck of the Irish») και Πολ ΜακΚάρτνεϊ («Give Ireland Βack to the Irish»).
Συνέβη την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 1972 στο Ντέρυ της Βορείου Ιρλανδίας, όταν άγγλοι στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων άνοιξαν πυρ κατά μιας ειρηνικής πορείας 10.000 καθολικών, που ζητούσαν την αποχώρηση των Βρετανών από τη Βόρειο Ιρλανδία και ένωσή της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. 26 διαδηλωτές σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους και 6 παιδιά. Πολλοί διαδηλωτές πυροβολήθηκαν πισώπλατα, καθώς έτρεχαν να αποφύγουν τα επελαύνοντα τεθωρακισμένα οχήματα των Βρετανών.
Η διεθνής κατακραυγή που ξέσπασε ανάγκασε τη Συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χηθ να προχωρήσει σε έρευνα του αιματηρού συμβάντος. Ο αρχιδικαστής Γουάιτζερι, που επελήφθη της υποθέσεως, δεν απέδωσε ευθύνες στους στρατιώτες, επειδή δέχθηκε τον ισχυρισμό τους ότι πυροβολήθηκαν πρώτοι από κάποιους διαδηλωτές, παρά τις περί του αντιθέτου καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Το περιστατικό επανήλθε στην επικαιρότητα το 1998, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, ανέθεσε στον Λόρδο Σάβιλ να επανεξετάσει την υπόθεση. Το πόρισμα αναμένεται…