Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Τα αρχαία Ελληνικά πλοία...


 


Από τον 10ο αιώνα πΧ οι Κορίνθιοι ναυπηγοί άρχισαν να εισάγουν πρωτοποριακά κωπήλατα σκάφη, όπως την τριακόντορο και στη συνέχεια την πεντηκόντορο. Το κοινό σημείο αυτών των σκαφών, αλλά και η ειδοποιός διαφορά με όλα τα προηγούμενα, ήταν ο υδροδυναμικός τους σχεδιασμός, δηλαδή χαμήλωσαν την πλώρη (προικίζοντας την με το

έμβολο) και ανύψωσαν την πρύμνη, πετυχαίνοντας μικρότερο λόγο αντίστασης με την θάλασσα και τον άνεμο.

Στη συνέχεια, οι αντίπαλοι της Κορίνθου περιέλαβαν στη δύναμή τους τα πλοία αυτά και κατέστη πλέον αδήριτη ανάγκη για την Κόρινθο να δημιουργήσει ένα νέο σκάφος, το οποίο θα μπορούσε να καταναυμαχήσει όλους τους τύπους σκαφών που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοι της και θα ‘ταν δύσκολο να αντιγράψουν.

Και οι Κορίνθιοι κέρδισαν το στοίχημα με τον εαυτό τους και την ιστορία.

Ναυπήγησαν «το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής Ναυπηγικής», την Τριήρη,το κορυφαίο κωπήλατο πολεμικό σκάφος της Αρχαιότητας, που η ισχύς, η ευκινησία, η ταχύτητα, η χάρη και η ομορφιά της, οδήγησε τους μελετητές να της απονείμουν το χαρακτηρισμό που ανέφερα, αφού πραγματικά απετέλεσε οριακό σημείο ναυπηγικής εξέλιξης των αρχαίων πολεμικών πλοίων, κυριαρχώντας για κάπου 1000 χρόνια στην Μεσόγειο.

Η τριήρης ήταν το επιστέγασμα της εξελιγμένης ναυπηγικής τεχνογνωσίας των αρχαίων Κορινθίων, αλλά και του συνόλου της τεχνογνωσίας και τεχνολογίας.

Η τέλεια υδροδυναμική κατασκευή της Τριήρους (αξεπέραστη σχεδόν έως σήμερα), εκτός από ένα πολύ όμορφο πλοίο, την καθιστούσε όπλο τεχνολογικής αιχμής και κατά συνέπειαν δε βασικότατο παράγοντα για την επικράτηση του ελληνισμού επί των Περσών και των Φοινίκων αντιπάλων του στον ευρύτερο χώρο τής Μεσογείου και για την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου.

Η τριήρης ονομάστηκε έτσι επειδή ο εφευρέτης της, ο Κορίνθιος Αμεινοκλής, τοποθέτησε έναν τρίτο πάγκο κωπηλασίας. Επρόκειτο για τον «εξωστάτη», όχι στην ίδια κάθετη γραμμή με τους άλλους δυο, παρά με αισθητή απόκλιση προς τα έξω (πρόβολος), δίνοντας πρόσθετη δύναμη μοχλού στα κουπιά του πάγκου αυτού.

Η τοποθέτηση των κωπηλατών κατ’ αυτόν τον τρόπο αύξησε τον συνολικό αριθμό τους, επαυξάνοντας κατά συνέπεια την προωστήρια δύναμη του σκάφους χωρίς να αυξηθεί αισθητό το μήκος του, το οποίο έφθασε τα 35 μ. περίπου με πλάτος 5,20 μ. Έτσι, η τριήρης ήταν γρήγορη, εξαιρετικό γρήγορη, για δυο λόγους:

επειδή το μακρύ και στενό σκαρί της παρουσίαζε την μικρότερη δυνατή αντίσταση στα κύματα. και επειδή η ελαφρά της κατασκευή (70 τ. περίπου) και ο αριθμός των κωπηλατών της δημιουργούσε βύθισμα μόλις στο 60% τής αντίστοιχης τιμής μίας σύγχρονης αγωνιστικής οκτακώπου.

trireme2322a49dv2.jpg

Η τριήρης διέθετε 170 κουπιά εν συνόλω, με έναν κωπηλάτη σε κάθε κουπί, τα οποία ήσαν κατανεμημένα ως εξής: στην κάθε πλευρό 31 κουπιό εχείριζαν (= κινουσαν) οι «θρανίτες ερέτες» (= κωπηλάτες), 27 οι «ζυγίτες», και άλλα 27 οι «θαλαμίτες».

Για την πηδαλιούχηση, ήσαν τοποθετημένα στην πρύμνη, ένα σε έκαστη πλευρό της, δυο πλατιά κουπιά που τα χειριζόταν ο πηδαλιούχος.

Για την ιστιοπλοΐα, το πλοίο είχε έναν κύριον ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί, τον «μέγα», και άλλον έναν, αισθητό μικρότερον, κοντά στην πλώρη, τον «ακάτιο». Τα Πανιά αυτό αφαιρούντο κατά την διάρκεια των ναυμαχιών.

Η ξυλεία για την κατασκευή της τριήρους προερχόταν από υψηλής ποιότητας πεύκο και έλατο, τα οποία φύονταν κυρίως στις περιοχές του Αχελώου, γι’ αυτό και η ευρύτερη περιοχή είχε αποικηθεί εντατικά απ’ τους Κορινθίους.

Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, οι τριήρεις εβάφοντο κόκκινες. Μερικές όμως εβάφοντο κυανές (= βαθυγάλανες) στην πλώρη αποκαλούμενες «κυανόπρωρες». Το χαρακτηριστικό για τα αρχαία ελληνικό πλοία μάτι, που ζωντάνευε το πλοίο, είχε μαύρο περίγραμμα και λευκό εσωτερικά και σχεδόν πάντα ήταν μαρμάρινο.

Κάθε πόλη είχε τον δικό της πρυμναίο διάκοσμο.

Τα πανιά είχαν λευκό χρώμα, αρκετές φορές όμως βάφονταν φαιά (= γκρίζα).

Οι τριήρεις θεωρούνταν θηλυκού γένους, ήσαν για τους αρχαίους Κορίνθιους, αλλά και όλους τους άλλους Έλληνες ζωντανές και ιερές, όπως οι Πηγές, τα Βουνά, τα Άλση, και τους έδιναν συνήθως ονόματα Θεών, όπως Αφροδίτη, Άρτεμη, ή Νηριήδων, όπως Θέτις, Αμφιτρίτη.

Το όνομα κάθε πλοίου απεικονιζόταν σε πλάκα καρφωμένη στην πλώρη, ώστε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμο στη μάχη και κατανοητό από το πλήρωμα που το είχε ως σύμβολο.

Το βασικό όπλο της τριηρους ήταν το κατασκευασμένο από ορείχαλκο (= μπρούντζος) η σιδηρό έμβολο τριών συνήθως αιχμών, τοποθετημένο στο επίπεδο της ισάλου γραμμής στην πρύμνη. Σχηματιζόταν από την προέκταση των δοκαριών του σκελετού ώστε να είναι ενσωματωμένο στην δομή του σκάφους. Με το σύστημα αυτό αυξανόταν η ισχύς του εμβολισμού και διαχεόταν η δύναμη της πρόσκρουσης αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου εξαλειφόταν πρακτικά ο κίνδυνος αποκόλλησης του μετά η κατά τον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βύθιση και την ίδια την επιτιθεμένη τριήρη.

Για να εξαλειφθεί και ο κίνδυνος βαθειάς εισχώρησης του εμβόλου στο εχθρικό πλοίο τόσο ώστε να μην μπορεί να αποκολληθεί με ανάστροφη κωπηλασία, τοποθετήθηκε στο σημείο της στείρας (= κοράκι της πλώρης) όπου έσμιγαν οι επωτίδες (= οριζόντια σανίδια στις πλευρές της τριηρους, τα οποία καταλήγουν στη στείρα και τα οποία δέχονται την τρομακτική πίεση απ’ την σύγκρουση η οποία λαμβάνει χωρά κατά τον εμβολισμό) το προεμβόλιον.

Με το έμβολο σαν κύριο όπλο, ο σχηματισμός μάχης είχε κυρτή η κoίλη γραμμή προ τον εχθρό, όπου οι τριήρεις παρετάσσοντο κατά μέτωπον.

Εκτός του εμβόλου, ο οπλισμός της τριηρους περιελάμβανε εκηβόλα όπλα (τόξα, δόρατα, ακόντια, σφενδόνες) τα οποία χειρίζονταν οι ψιλοί και οι επιβάτες, ενώ κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα προστίθενται οι δελφίνες (= αιχμηρά και βαριά μεταλλικά κομμάτια, τα οποία κρεμούσαν από τις κεραίες κι εξαπέλυαν στο κατάστρωμα των εχθρικών, το οποίο και διατρυπούσαν, φτάνοντας έως το κύτος) και ο καταπέλτης.

Η τριηρης, σε κανονικό ταξίδι χωρίς στάση και χρησιμοποίηση πανιού, μπορούσε ν’ αναπτύξει μέση ταχύτητα 8 περίπου κόμβων, καθιστάμενη δύο φορές ταχύτερη από την μεταγενέστερη ρωμαϊκή γαλέρα. Η ταχύτητα αυτή επιτυγχανόταν με την συντονισμένη κωπηλασία των ερετών, οι οποίοι εχείριζαν βάσει των εξής παραγγελμάτων του Κελευστή:

Η ανώτατη ταχύτητα τής τριήρους αναπτυσσόταν κατά τούς ελιγμούς στη ναυμαχία και ιδιαίτερα όταν το σκάφος εφορμούσε για εμβολισμό, οπότε έφτανε τούς 12 κόμβους (περίπoυ 20 χλμ την ώρα).

Ο τρόπος ναυπηγήσεως τής τριήρους της επέτρεπε Κάθε είδους ελιγμό: να κινηθεί προς τα εμπρός και προς τα πίσω, να σταματήσει, να στραφεί αριστερά – δεξιά, να εκτελέσει στροφές εξαιρετικά μικρής ακτίνας, σχεδόν-επιτόπιες. Παράλληλα, χάρη στο μικρό της βύθισμα, η τριηρης εκινείτο με άνεση και χάρη στα αβαθή νερά, προσέγγιζε χωρίς δυσκολία ακτές κάθε μορφολογίας, έβγαινε δίχως ιδιαίτερο κόπο στη στεριά, και πραγματοποιούσε πολύ εύκολα ελιγμούς σε στενές θάλασσες.

Η κορυφαία στιγμή για την τριήρη ήταν η ναυμαχία τής Σαλαμίνας την 22α (κατ’ άλλους 28η η 29η) Σεπτεμβρίου τού 480 π.χ., οπότε 370 περίπου ελληνικές τριήρεις κατατρόπωσαν τον τεράστιο περσοφοινικικό στόλο και έδιωξαν οριστικά απ’ την Ελλάδα τους Πέρσες.

ΤΑ ΚΩΠΗΛΑΤΑ ΠΛΟΙΑ (ΚΟΝΤΟΡΟΙ)
Αρχικά, όπως είδαμε πιο πριν, τα πλοία ήσαν μόνο με κουπιά (κόντορους, κοντάρι ) και με μια σειρά 

από κάθε πλευρά, οι καλούμενες μονήρεις. Αργότερα, μετά τα τρωικά, έγιναν πλοία με δυο σει-ρές, οι καλούμενες διήρεις (τα πλοία αυτά είχαν δυο καταστρώματα) και τέλος με τρεις σειρές, οι


καλούμενες τριήρεις (τα πλοία αυτά είχαν τρία καταστρώματα). Η ναυς με μια μόνο σειρά κου-πιών από κάθε πλευρά είχε είτε δυο μόνο κουπιά, όπως οι σημερινές μικρές βάρκες, είτε τέσσερα, έξι, οκτώ…. Δημιουργήθηκαν, αυτό όμως έγινε μετά τα τρωικά, πλοία που είχαν ακόμη και 25 κου-πιά από κάθε πλευρά, σύνολο πενήντα, οι καλούμενες από αυτό και πεντηκόνταροι.

ΤΑ ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ ΠΛΟΙΑ
Τα ιστιοφόρα, όπως είδαμε πιο πριν, επινοήθηκαν επί Μίνωα από τον Αθηναίο μηχανικό Δαίδαλο. Ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, λέει ο Παυσανίας («Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά», 11), έφυγαν από την Κρήτη με δυο μικρά πλοία που πρόσθεσαν σ’ αυτά πανιά, για να αναπτύξουν ταχύτητα προκειμένου να διαφύγουν το πολεμικό ναυτικό του Μίνωα που μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούσε πανιά...




Σημειώνεται ότι τα πολεμικά πλοία, ακόμη και όταν είχαν επινοηθεί τα πανιά, δεν έφεραν ιστία, α-φενός για να αποφύγουν το βάρος των κονταριών όπου στηρίζονται τα πανιά και αφετέρου για να είναι πιο ευέλικτα. Τα πολεμικά πλοία έβαλαν ιστία μόνο όταν επινοήθηκαν οι διήρεις


Στην τοιχογραφία αυτή, η οποία χρονολογείται περίπου στα 1650 π.Χ. και είναι μινωικής τεχνοτροπίας, απεικονίζεται μία νηοπομπή 14 διαφορετικών σε μέγεθοςκωπήλατων πλοίων, μεταξύ δύο λιμανιών. Η ως άνω τοιχογραφία ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Μαρινάτο το 1972, στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης (Θή-ρας). Τα πολεμικά πλοία είχαν έμβολο, για εμβολισμό των εχθρικών πλοίων και μακρόστενο σχήμα, για να διασχίζουν με ευκολία τη θάλασσα. Επίσης ήταν κωπήλατα και βοηθητικά είχαν τα πανιά, επειδή στις μάχες απαιτούνται ειδικές κινήσεις (ταχύτητες και ελιγμοί).

Τα εμπορικά πλοία ήταν αρκετά πιο μεγάλα από τα πολεμικά, ώστε να χωρούν πολύ εμπόρευμα και λίγους κωπηλάτες, ώστε να μην απαιτείται μεγάλο κόσμος (διατροφή, μισθοί κ.τ.λ.), όμως με πολύ μεγάλα πανιά, ώστε όταν φυσά αέρας να μη απαιτείται η κουραστική κωπηλασία. Τα κατεξοχήν εμπορικά πλοία, οι στρογγύλαι νήες, είχαν την πλώρη και την πρύμνη ψηλές και στρογγυλεμένες και το αμπάρι ευρύχωρο. Τον 7ο αιώνα π.Χ., τα πλοία αυτά απέκτησαν μεγάλα ι-στία και βοηθητικά κουπιά -αυξάνοντας έτσι την ταχύτητά τους- και εφοδιάστηκαν με άγκυρα. Το σκαρί τους παρέμεινε το ίδιο και στις επόμενες εποχές. Τα κατεξοχήν εμπορικά πλοία ονομάζονταν ολκάδες και ο Αριστοτέλης αργότερα τα παρομοίασε με μεγάλα έντομα που είχαν μικροσκοπικά φτερά.

Οι ναυμαχίες την αρχαία εποχή ομοίαζαν προς τειχομαχίες στις οποίες συμμετείχαν όλα τα μέλη του πληρώματος με εκηβόλα, αλλά και αγχέμαχα όπλα. Το «ναυμάχον δόρυ» ήταν μακρύτερο του συνηθισμένου δι' ευνόητους λόγους. Οι Έλληνες πεζοί, από τους Μινωικούς τουλάχιστον χρόνους, ήσαν εξοπλισμένοι με μακρά δόρατα, μήκους τουλάχιστον 3,5 μέτρων (=σάρισες). Οι αρχαίοι ένο-πλοι Έλληνες, οι καλούμενοι οπλίτες. ήσαν και απλοί πεζοί στρατιώτες και πεζοναύτες. Μέχρι το 16ο αι. μ.Χ. οι ναυμαχίες γινόταν με τη χρησιμοποίηση κυρίως των εμβόλων των πλοίων και με την εκτέλεση διαφόρων ελιγμών...



Μετά την επινόηση των ιστίων για την κίνηση των πλοίων και αργότερα του ατμού και των πυρο-βόλων όπλων είχε ως αποτέλεσμα οι αποστάσεις μεταξύ των εμπολέμων πλοίων να αυξάνονται. Νέες μορφές ναυμαχίας δημιουργήθηκαν με την τελειοποίηση της τορπίλης και την ανάπτυξη των αεροπλανοφόρων σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση κατευθυνόμενων πυραύλων και πυρηνικών όπλων.

Η ΔΙΗΡΗΣ
Η διήρης ήταν πλοίο με δύο σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά αντί μια που είχε η πεντηκόντορος ή τριών που είχε η τριήρης. Η διήρης αποτελεί τον ενδιάμεσο κρίκο εξέλιξης από την πεντηκόντορο προς τα μεταγενέστερα σκάφη. Είχαν κατασκευαστεί διήρεις με τριάντα ή με πενήντα κουπιά και οι διαστάσεις των πλοίων αυτών κυμαίνονται στα 18 μ. μήκος, 3-3,60 μ. πλάτος, εκτόπισμα 22 τόνοι και μήκος κουπιών 4-6 μ.

Η ΤΡΙΗΡΗΣ
Κατά τον 8 – 5ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ένα νέο πολεμικό πλοίο, η καλούμενη τριή-ρης, με τρεις σειρές κουπιών - απ΄όπου και το όνομά του. Στην επάνω σειρά – κατάστρωμα καθό-ντουσαν οι θρανίτες, στη μεσαία οι ζυγίτες και στην κάτω οι θαλαμίτες. Για να είναι γρήγορες και ευκίνητες οι Τριήρεις, από τη μια εκτός από τους κωπηλάτες χρησιμοποιούσαν και πανιά, όταν οι άνεμοι ήταν ευνοϊκοί και έτσι ξεκουράζονταν και το πλήρωμα και από την άλλη δεν είχαν μεγάλους χώρους αποθήκευσης νερού και τροφίμων και γι αυτό το λόγο τους ακολουθούσαν εμπορικά σκά-φη, γεμάτα με τρόφιμα και εφόδια. Η τριήρης είχε στην της έμβολο ως επιθετικό όπλο, το οποίοήταν κατασκευασμένο από ξύλο με επένδυση χαλκού και το οποίο, με κατάλληλους χειρισμούς, δημιουργούσε ρήγματα στα αντίπαλα πλοία.

Οι τριήρεις είχαν εκτός από τις τρεις σειρές κωπηλατών σε διαφορετικό επίπεδο και έναν ή δύο ι-στούς. Υπολογίζεται ότι η ανώτατη ταχύτητα των τριήρεων έφτανε στα 8-12 μίλια ανά ώρα, έφε-ραν πλήρη εξαρτισμό ιστιοπλοΐας, είχαν συνολικό μήκος περίπου 38 μ. με 5,20 μ. πλάτος, βύθι-σμα 1,50 μ. και εκτόπισμα 70 περίπου τόνοι. Η αναλογία του πλάτους προς μήκος ήταν περίπου 1 προς 10. Υπήρχαν διάφοροι τύποι Τριήρων, ανάλογα με την πόλη προέλευσής τους και τη χρήση τους. Έτσι έχουμε εκτός από τις γνωστές Αθηναϊκές, τις Κορινθιακές, Ροδιακές, Μηλιακές κ.α.



Οι τριήρεις ξεκινούσαν με την Ανατολή του ήλιου και αγκυροβολούσαν με τη Δύση, καθώς τα σκά-φη αυτά δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν κουκέτες, μαγειρεία κ.α. (μόνο νερό υπήρχε για τους ε-πιβαίνοντες). Σε μακρινές πολεμικές εχθροπραξίες οι τριήρεις αγκυροβολούσαν καθημερινά σε α-πάνεμα λιμάνια και όρμους, ενώ οι επιβαίνοντες τροφοδοτούνταν από άλλα συνοδευτικά – εφοδια-στικά πλοία. Την κυβέρνηση της Τριήρους ασκούσε ο τριήραρχος με τη βοήθεια 5 αξιωματικών και 4 υπαξιωματικών. Στο σκάφος επέβαιναν και οι επιβάτες (πολεμιστές)...




Σύμφωνα με τους ειδικούς, το πλήρωμά της τριήρους περιλάμβανε περίπου 300 άτομα (ναύτες) από τα οποία οι «θρανίτες» (= οι κωπηλάτες» που κάθονταν στο θρόνο) ανέρχονταν στους 62, οι «ζυγίτες» (οι κωπηλάτες που βρισκόταν σε ζυγούς) στους 54 και οι «θαλαμίτες» (οι κωπηλάτες που βρισκόταν στο κατώτερο μέρος του πλοίου, στο ύψος του τριηράρχου) στους 54. Υπήρχαν ακόμη οι πολεμιστές (18 – 30 άτομα), το ναυτικό προσωπικό (20 – 30 άτομα), ο κυβερνήτης, που είχε την ανώτερη εξουσία (τριηράρχης), ο κελευστής και ο πρωράτης που εκτελούσε καθήκοντα ναύκληρου και υπάρχου. Κατ’ άλλους συνολικό πλήρωμα της τριήρους ήταν 210-216 άνδρες, από τους οποί-ους οι 172 περίπου κωπηλάτες, 86 ανά πλευρά, κατανεμημένοι σε τρεις σειρές (τους «Θαλαμίτες», τους «Ζυγίτες» και τους «Θρανίτες»).

Οι Τριήρεις ήταν το αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής, ένα πρωτοποριακό πλοίο για την εποχή του, που συνέβαλε όχι μόνο στη προστασία της Ελλάδας από τους εχθρούς της, αλλά και στη δημιουργία και διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 480 π.X. για παράδειγμα, οι Ελληνικές ευέλικτες και γρήγορες τριήρεις εξουδετέρωσαν τα βαρύτερα και πιο δυσκίνητα Περσικά και Φοινικικά καράβια με συνέπεια αφενός η Ευρώπη να αποφύγει το βαρ-βαρισμό και αφετέρου η Μεσόγειο και να γίνει "Ελληνική θάλασσα".

Η ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΤΡΙΗΡΗΣ
Η Αθηναϊκή Τριήρης, σύμφωνα με την πλειοψηφία των μελετητών, είχε μήκος 36 μ., πλάτος 5μ., ύψος από την ίσαλο 1,80 μ. και βύθισμα 1,20 μ. Το εκτόπισμά της ήταν 70 έως 80 τόνοι...



 Είχε 200 άνδρες πλήρωμα, από τους οποίους 170 κωπηλάτες - ερέτες. Κάθε κωπηλάτης - ερέτης τραβούσε μόνο ένα κουπί, μήκους 4,40 μ. Το πλήρωμα συμπλήρωναν, ο τριήραρχος που ασκούσε την ανώ-τερη εποπτεία του πλοίου, ο κυβερνήτης υπεύθυνος ναυτιλίας, ο πρωρεύς που ήταν υπεύθυνος στην πλώρη, ο κελευστής υπεύθυνος του πληρώματος, δύο τριήραρχοι, ο αυλητής που έδινε το ρυθμό κωπηλασίας με τον αυλό του, 13 ναύτες για άλλες δουλειές, εκτός κωπηλασίας, και τέλος 10 πολεμιστές με βαρύ οπλισμό. Η ταχύτητα των Τριηρών έφτανε τους 6-7 κόμβους, ενώ σε περί-πτωση ναυμαχίας και για ορισμένο χρονικό διάστημα άγγιζε τους 10 κόμβους.

perierga120.blogspot.com////

Comments