Η Ηώς (αρχ. Έως ή Αύως), η Αουρόρα των Λατίνων, στην Ελληνική Μυθολογία ήταν η θεότητα-προσωποποίηση της αυγής, κόρης του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας, επομένως, αδελφή του Ήλιου – του οποίου προηγείται κάθε μέρα στο ουράνιο ταξίδι του – και της Σελήνης.
Κατ΄ άλλη παράδοση ήταν κόρη της Ευρυφάεσσας (χαρακτηριστικό επίθετο της Ηούς) ή του Ηλίου (γενόμενος πατέρας εξ αδελφού) και της Ευφροσύνης (άλλο όνομα της Νύκτας).
Ερωτικοί σύντροφοι
Διακρινόμενη μεταξύ των θεαινών από το ελκυστικό κάλλος της και τις δελεαστικές χάριτες που είχε, η Ηώς προσέλκυσε τα ερωτικά βλέμματα του θεού Άρη με τον οποίο και κοιμήθηκε. Τούτο όταν το έμαθε η θεά Αφροδίτη την «καταράστηκε» ώστε ο βίος της να είναι πλήρης ερωτικών επεισοδίων δίχως όμως να βρίσκει πλήρη ικανοποίηση. Όπως και έγινε. Απειράριθμες ήταν, πλέον, οι θρυλούμενες παραδόσεις περί των ερωτικών της Ηούς.
Πρώτος στο κατάλογο των συζύγων της φέρεται ο Αστραίος,(προσωποποίηση του έναστρου ουρανού), με τον οποίο απέκτησε τους πολυάριθμους αστέρες, τον Εωσφόρο (Αυγερινό) και τους τέσσερις κύριους ανέμους, Αργέστη, Βορέα, Ζέφυρο και Νότο (προσωποποιήσεις κυρίων διευθύνσεων), όπως και μία κόρη τη Δίκη.
Δεύτερος, ήταν ο Τιθωνός, ένας ωραιότατος νεανίας, υιός του Λαομέδοντα, τον οποίο απήγαγε η Ηώς στα ανάκτορά της, στις όχθες του Ωκεανού (προσδιορισμός του ορίζοντα), αφού πέτυχε από τον Δία την αθανασία του, λησμονώντας, όμως, να ζητήσει την αιώνια νεότητά του. Και, παρότι, έτρεφε τον Τιθωνό με αμβροσία και τον έντυνε με λαμπρά ενδύματα οι τρίχες της κεφαλής του άρχισαν να λευκαίνουν, ρυτίδες να αυλακώνουν το πρόσωπό του έτσι ώστε να καταστεί αγνώριστος διατηρώντας μόνο τη γλυκιά του φωνή. Τότε, κατά μία παράδοση, η Ηώς ζήτησε από τον Δία και τον μετέτρεψε σε τέττιγα (τζιτζίκι) κατ΄κατά άλλη, η Ηώς τον απήγαγε στην Αιθιοπία όπου και μετ΄αυτού απέκτησε δυο υιούς, τον Ημαθίωνα, (με πλείστες παραδόσεις σε Θεσσαλία και Μακεδονία), και τον πολυφίλητο Μέμνονα, τον περιλάλητο ήρωα αρχαίων μύθων και κύριο ήρωα της «Αιθιοπίδας», έπους του Αρκτίνου.
Τρίτος ερωτικός σύντροφος της Ηούς ήταν ο όμορφος κυνηγός Ωρίωνας τον οποίον και απήγαγε από την Τανάγρα και τον οποίο, όμως, στερήθηκε πολύ γρήγορα. Μεταδίδοντάς του το αθεράπευτο ερωτικό της πάθος, βλήθηκε από τα βέλη της θεάς Άρτεμης, στη νήσο Ορτυγία, είτε διότι τόλμησε να την προκαλέσει σε αγώνα δισκοβολίας, είτε εξ αγνοίας της θεάς, ενώ αυτός κολυμπούσε, σε παρακίνηση του Απόλλωνα (επειδή έφερε βαρέως τον ερωτικό δεσμό αυτού με την αδελφή του), είτε για άλλη αιτία. Κατ’ άλλη εκδοχή, η Ηώς ερωτεύθηκε τον τυφλωμένο Ωρίωνα όταν αυτός έφθασε στα όρια του Ωκεανού (ιδεατή αντίληψη του ορίζοντα – σημερινή έκφραση «στα πέρατα του κόσμου») αναζητώντας θεραπεία, ικετεύοντας τον αδελφό της να του αποκαταστήσει την όραση με τις ακτίδες του.
Μετά τον φόνο του Ωρίωνα και τη μεταμόρφωσή του από τους θεούς σε ομώνυμο αστερισμό, ακολούθησε ο αττικός ήρωας Κέφαλος, ο υιός του θεού Ερμή και της Έρσης, σύζυγος της Πρόκριδος, της οποίας και έγινε ακούσια ο φονεύς της, και από τον οποίο απέκτησε τον Φαέθοντα. Αφού καταδικάστηκε και αυτός από τους θεούς, η Ηώς αναζήτησε ερωτικό δεσμό από τον Μελαμποδίδη Κλείτο, τον υιό του Μαντίου και συγγενή του Αμφιαράου, όμως και αυτόν ακολούθησαν πολλοί άλλοι.
Το έργο της Ηούς
Η θεότητα αυτή, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίον και άνοιγε κάθε αυγή, με τα ρόδινα χέρια της, τη «Θύρα της Ανατολής». Έπειτα, στεφανοφορούνταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωινή δρόσος»), της οποίας οι σταγόνες άστραφταν ως αδάμαντες στις πρώτες ακτίδες του Ήλιου, που την ακολουθούσε.
Αυτό ήταν το καθημερινό έργο της Ηούς, της πανέμορφης αυτής θεότητας την οποία εξύμνησαν αρχαίοι Έλληνες ποιητές και με θαυμασμό περιέγραψαν τα ροδόχροα δάκτυλά της, τον χιονόλευκο λαιμό της, τους θαυμαστούς οφθαλμούς της, το απαστράπτοντα πέπλο της (εικόνα λυκαυγούς) συνοδεύοντας το όνομά της με πλήθος θαυμαστικών επιθέτων ή επιφωνημάτων, όπως φάενναν, βοώπιν, ευπλόκαμον, κροκόπεπλον, λευκόπτερον, ροδόπηχυν (Αιολική διάλεκτος: βροδόπαχυν), ροδοστεφή, ροδόσφυρον, ροδοδάκτυλον, χρυσήνιον, χρυσόθρονον, χρυσοπέδιλον κ.ά.
Ερμηνεία μύθων
Όπως διαφαίνεται σε κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή της Ελληνικής Μυθολογίας, όλοι οι ελληνικοί μύθοι είναι αλληγορική και εκλαϊκευμένη αναφορά σε πρώιμες παρατηρήσεις. Και εν προκειμένω, οι μύθοι της Ηούς το επιβεβαιώνουν. Το όνομά της, ως «ηριγένεια θεά» (γεννημένη το πρωί), έχει την ίδια ετυμολογία με την λατινική Aurora, απόγονό του Υπερίωνα, (= εκείνου που πορεύεται πάνω από τη Γη) και της «Ευρυφάεσσας» (= η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά), ή της «Θείας» (= η τρέχουσα στον ουρανό) και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον Φαέθοντα, τον αρχαίο Εωσφόρο – που ως πτερωτός «δαίμων» προηγείται του άρματος του Ηλίου – καθώς και τα επίθετά της, ομολογούν την ταύτισή της με την ανθρωπόμορφη, ιδεατή αντίληψη της αυγής. «Ροδοδάκτυλος» και «χρυσοδάκτυλος» είναι οι πρώτες ακτίδες του Ηλίου, χρυσόθρονος, χρυσήνιος, κροκόπεπλος, τα πρώτα χρώματα του ουρανού λίγο πριν τη ανατολή του. Αλλά και το «ερωτόληπτον» των μύθων της σε συνδυασμό με τη βραχεία απόλαυση παντός ωραίου τον οποίον αγάπησε, δεν ξεφεύγει της πραγματικότητας. Οι ήρωες και οι κυνηγοί που φεύγουν από τα «άγρια χαράματα», όπως θα λέγαμε σήμερα, στους μύθους φαίνονται να απάγονται από τη θεά και να ερωτοτροπούν μ΄αυτή! Ενώ εκείνη συνεχίζει μέχρι σήμερα να σκορπά γύρω της την παρατηρούμενη πρωινή δρόσο και θα συνεχίζει εσαεί.
Απεικονίσεις στην τέχνη
Η Ηώς απεικονίζεται στην τέχνη ως μία ωραιότατη νέα, άλλοτε με φτερά και άλλοτε πάνω σε χρυσό άρμα το οποίο το σέρνουν λευκοί ίπποι, να ραίνει τη Γη με δροσιά. Στις παραστάσεις που σώζονται (αγγεία, ως επί τω πλείστον), εμφανίζεται να έχει φτερά, κάτι που είναι λογικό, ως θεότητα που ακολουθεί τον Ήλιο και ταξιδεύει στον ουρανό.
[wikipedia]