Η μάχη στον ποταμό Λουδία, 18-20 Οκτωβρίου 1912

 



Στις 18 Οκτωβρίου 1912,στο Άδενδρο υπήρχε ισχυρή δύναμη 2.000 τούρκων στρατιωτών. Για το λόγο αυτό το Γενικό Στρατηγείο των Ελλήνων διέταξε την VΙΙ (7η) Μεραρχία να παραμείνει στο Γιδά (σημ. Αλεξάνδρεια), για να προστατεύει το δεξιό της Ελληνικής Στρατιάς (που όδευε προς τα Γιαννιτσά) και την απελευθερωμένη πλέον Βέροια.

Επίσης διέταξε να γίνουν αναγνωρίσεις ιππικού στις γέφυρες του ποταμού Λουδία.

Στις 19 Οκτωβρίου,το Γενικό Στρατηγείο καθ’ οδόν προς τα Γιαννιτσά, διέταξε την 7η Μεραρχία να διαβεί τον Λουδία, νότια της λίμνης των Γιαννιτσών και να επιτεθεί κατά των τουρκικών τμημάτων που βρίσκονταν στο μέτωπό της.

Επειδή όμως δεν ελήφθει έγκαιρα η διαταγή, η Μεραρχία δεν μετακινήθηκε από τις θέσεις της στην Αλεξάνδρεια, αλλά περιορίστηκε σε αναγνωρίσεις στην περιοχή και διαπίστωσε τη δύναμη των 2.000 τούρκων στρατιωτών που προστάτευαν τον ποταμό Λουδία κι έδρευαν στο Άδενδρο και ακόμη 1.000 που προστάτευαν την σιδηροδρομική γέφυρα κι έδρευαν στο Πλατύ.

Την 20ή Οκτωβρίου 1912, παράλληλα με τη μάχη στα Γιαννιτσά, η 7η Μεραρχία έχοντας λάβει πλέον τη διαταγή για επίθεση εναντίον των Τούρκων κι ενώ είχε ενισχυθεί με την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, έστειλε το πρωί το 19ο Σύνταγμα Πεζικού στο Πλατύ και το 8ο Τάγμα Ευζώνων κατά της οδικής γέφυρας του Λουδία.

Προτού όμως εκδηλωθεί η επίθεση, οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά των προωθημένων θέσεων του 8ου Τάγματος Ευζώνων, ανατολικά του Λιανοβεργίου, όπου βρισκόταν κι ένα σώμα Ελλήνων Προσκόπων.

Η αντίδραση του 8ου Τάγματος υπήρξε άμεση και οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν, ύστερα από σύντομο αγώνα να εγκαταλείψουν την κατεχόμενη τοποθεσία και να υποχωρήσουν προς το Πλατύ και τον παρακείμενο σιδηροδρομικό σταθμό.

Ενώ έτσι εξελισσόταν ο αγώνας στο Πλατύ, τουρκικό τμήμα πέρασε την οδική γέφυρα του Λουδία και κινήθηκε επιθετικά εναντίον 2 λόχων του 8ου Τάγματος Ευζώνων, που κινούνταν προς τη γέφυρα, για να επιφέρει αντιπερισπασμό στον αγώνα της 7ης Μεραρχίας στο Πλατύ. Προσβλήθηκε όμως με δραστικά πυρά πυροβολικού και αναγκάστηκε να ξαναπεράσει τη γέφυρα, την οποία και αποπειράθηκε να καταστρέψει χωρίς αποτέλεσμα. Η διλοχία Ευζώνων προχώρησε και έφτασε στην οδική γέφυρα, χωρίς να τη διαβεί.

Μετά τη σύμπτυξη των Τούρκων από το Πλατύ, δεν έγινε καμιά καταδίωξη τους. Οι μονάδες της Μεραρχίες συγκεντρώθηκαν κοντά στο Πλατύ, το 8ο Τάγμα Ευζώνων προωθήθηκε στην οδική γέφυρα και μόνο το σώμα Προσκόπων προσέγγισε τη σιδηροδρομική γέφυρα και αχρήστευσε την υπονόμευσή της.

Οι Τούρκοι, μόλις αντιλήφθηκαν ότι η προέλαση των Ελληνικών τμημάτων σταμάτησε δυτικά του Λουδία, αναθάρρησαν και επιχείρησαν επιθετική επιστροφή προς τη σιδηροδρομική γέφυρα. Η ενέργεια τους ανακόπηκε χωρίς αποτέλεσμα, χάρη στην εύστοχη βολή του πυροβολικού της 7ης Μεραρχίας, η οποία στη συνέχεια προώθησε ένα τάγμα της ανατολικά της γέφυρας στο ύψος του Αδένδρου, όπου αργότερα έφτασαν και στάθμευσαν και οι λοιπές μονάδες. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Οκτωβρίου 1912 και το Άδενδρο ήταν πλέον ελεύθερο!

Στο μεταξύ το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, που ενεργούσε από το χωριό Πλάτανος προς τα Κύμινα, μετά τη ζεύξη του Λουδία, διεκπεραιώθηκε στις 14:00 ανατολικά του και προωθήθηκε στα Κύμινα, όπου και διανυκτέρευσε. Τμήμα Προσκόπων, που προηγούνταν του Αποσπάσματος Ευζώνων, συνεπλάκη με άτακτους Τούρκους χωρικούς, τους οποίους διασκόρπισε και στη συνέχεια προχώρησε μέχρι τον Αξιό ποταμό.

Η Ταξιαρχία Ιππικού κινήθηκε στις 08:00 από την Αλεξάνδρεια προς τα ανατολικά για να συναντήσει το Απόσπασμα Ευζώνων. Φτάνοντας όμως στη δυτική όχθη του Λουδία ποταμού ανέκοψε την κίνηση της και μόνο η εμπροσθοφυλακή της κινήθηκε μέχρι τα. Κύμινα, όπου και συνεπλάκη με μικρό τουρκικό τμήμα που ήταν εγκαταστημένο μέσα στο χωριό. Το βράδυ ολόκληρη η Ταξιαρχία επανήλθε και διανυκτέρευσε στο χωριό Κλειδί.

Έτσι, η 7η Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού δεν εκμεταλλεύτηκαν την επιτυχή διάβαση του Λουδία και δεν καταδίωξαν με αποφασιστικότητα τα συμπτυσσομενα τουρκικά τμήματα προς τις γέφυρες του Αξιού. Τούτο οφειλόταν κυρίως στο βροχερό καιρό που επικρατούσε, καθώς και στην έλλειψη συνδέσμου (μεταξύ της 7ης Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία συντονισμού των ενεργειών των δύο αυτών σχηματισμών.