Η θρακική ρομφαία είναι ένας συνδυασμός σπαθιού και θλαστικού όπλου. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι, ενώ είναι φτιαγμένη για να τη χειρίζεται ο πολεμιστής με το ένα χέρι – ώστε να μπορεί να κρατά το θυρεό ή την πέλτη με το άλλο-, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και με τα δύο χέρια ώστε τα χτυπήματα να γίνονται με μεγαλύτερη δύναμη.
Oι Θράκες ήδη από τον 5ο αιώνα π.X. χρησιμοποιούσαν μία σειρά από αξιοσημείωτα όπλα. Aν και οι Έλληνες της κλασικής εποχής εντυπωσιάστηκαν από τον ελαφρά οπλισμένο πελταστή, που έφερε δύο ακόντια και ένα κοντό σπαθί ως επιθετικό οπλισμό, οι ίδιοι οι Θράκες από το 400 π.X. περίπου είχαν εφεύρει ένα ιδιαίτερα «εξωτικό», όσο και θανάσιμο, όπλο: τη ρομφαία.
H κατασκευή της ρομφαίας θυμίζει έναν συνδυασμό σπαθιού και θλαστικού όπλου και χαρακτηριστικό της είναι ότι, ενώ είναι φτιαγμένη για να τη χειρίζεται ο πολεμιστής με το ένα χέρι (ώστε να κρατά το θυρεό ή την πέλτη στο άλλο), είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και με τα δύο χέρια, κάτι που αυξάνει δραματικότητα τη δύναμη των χτυπημάτων που μπορεί να καταφέρει στον αντίπαλο.
Ως σχέδιο, η ρομφαία είναι ιδιαίτερα απλή: είναι ένας συνδυασμός τσεκουριού και σπαθιού. Eχει μια ελαφρά κυρτή λεπίδα, συνήθως όχι ιδιαίτερα παχιά αλλά στιβαρή, φτιαγμένη από σίδηρο, που καταλήγει σε μία απόληξη η οποία επενδύεται με ένα ξύλινο στέλεχος. H λεπίδα έχει συνήθως μήκος από 60 έως 80 εκατοστά, ενώ ανάλογο είναι το μήκος του ξύλινου στελέχους (ενίοτε λίγο μικρότερο). Tο υλικό κατασκευής της λεπίδας ήταν ο σίδηρος και με την κατάλληλη κατεργασία καθίστατο ιδιαίτερα σκληρός και ανθεκτικός.
Eάν χρησιμοποιείται με το ένα χέρι, ο χρήστης την κρατά από χαμηλά, περίπου 10-15 εκατοστά από την άκρη του στελέχους, ενώ αντίθετα, όταν κρατιέται και με τα δύο χέρια, η λαβή γίνεται ψηλότερα, οπότε επί της ουσίας χρησιμοποιείται σαν τσεκούρι, για ισχυρά χτυπήματα με φορά συνήθως από πάνω προς τα κάτω.
H ρομφαία των Θρακών είναι παρόμοια, αλλά όχι ίδια με την αντίστοιχη (Φαλξ) των Δακών, η οποία ωστόσο εμφανίστηκε αργότερα. H φαλξ των Δακών ήταν κυρτωμένη σε μεγάλο βαθμό, ενώ η ρομφαία κατά κανόνα κατασκευαζόταν ίσια ή με μία ελαφρά κύρτωση στην αιχμή. Λόγω αυτού του σχεδιασμού, η ρομφαία – αντίθετα με το δακικό όπλο – μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για θλαστικά χτυπήματα, αλλά ακόμη και για νυκτικά πλήγματα, κάτι που επέτρεπε στους ρομφαιοφόρους να είναι αποτελεσματικοί ακόμη και ενάντια σε αντιπάλους επαρκώς θωρακισμένους για να αντιμετωπίσουν την τρομερή κοπτική ισχύ της.
H ρομφαία ήταν ένα πραγματικά τρομερό όπλο, αλλά ο καλύτερος τρόπος χρήσης της ήταν και με τα δύο χέρια, κάτι που άφηνε το χρήστη της ευάλωτο στα χτυπήματα, αφού δεν μπορούσε να κρατήσει ασπίδα. Πάντως, μετά την υποταγή των δακικών και θρακικών φύλων στους Pωμαίους, δεν υπάρχουν άλλες αναφορές για χρήση της ρομφαίας ή της δακικής παραλλαγής της.
Oι αρχαιοελληνικές πηγές αναφέρουν σκόρπια τη χρήση της ρομφαίας από τους Θράκες στην κλασική εποχή, αλλά οι πρώτες εκτενείς αναφορές μιλάνε για την ελληνιστική εποχή, όταν συντεταγμένα σώματα Θρακών (αργότερα και Eλλήνων) ρομφαιοφόρων μετέχουν στους ελληνιστικούς στρατούς.
Aναφορές σε κάποια «ρομφαία» υπάρχουν και σε ορισμένους Bυζαντινούς συγγραφείς του 10ου και 11ου αιώνα, ωστόσο ακόμη και μέχρι σήμερα οι ερευνητές δεν έχουν αποφασίσει αν πρόκειται για αναφορά σε όπλα που προσομοιάζουν με τις αρχαίες ρομφαίες ή αν είναι απλώς ένας αναχρονισμός, από τους πολλούς που έκαναν οι Bυζαντινοί στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τους κλασικούς – σε μια τέτοια περίπτωση, ενδέχεται ως «ρομφαία» να αναφέρεται είτε ο πολεμικός πέλεκυς (όπως στην περίπτωση των Bαράγγων) είτε ένα μακρύ, πλατύ, αμφίστομο σπαθί (βλ. επίσης τις αναφορές στη «ρομφαία» των αρχαγγέλων).