Την Πρωτοχρονιά του 1822, περίπου 18 χιλιόμετρα από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου στην επαναστατημένη Ελλάδα, η Α’ Εθνοσυνέλευση ψηφίζει το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα. Μη θέλοντας να προκαλέσει την Ιερά Συμμαχία που τότε κατέπνιγε τις φιλελεύθερες επαναστάσεις στη Γηραιά Ήπειρο, το ονομάζει «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος».
Η Συνέλευση απαρτιζόταν από αντιπροσώπους («πληρεξουσίους») από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και ορισμένα νησιά. Αποτελούμενο από 110 σύντομες παραγράφους, οι οποίες -κατά το γαλλικό πρότυπο- υποδιαιρούνταν σε «τίτλους» και «εδάφια», το Σύνταγμα ξεκινούσε ως εξής:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος. Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν Δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων Παραστατών του, εις Εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων “Την Πολιτικήν αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν” εν Επιδαύρω, την α’ Ιανουαρίου, έτει ᾳωκβ, και α’ της Ανεξαρτησίας».
Στη συνέχεια, ορίζει το ελληνικό έθνος ως όσους «αυτόχθονες κατοίκους της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν», αλλά και όσους «έξωθεν ελθόντες, κατοικήσωσιν, ή παροικήσωσιν εις την επικράτειαν της Ελλάδος» και «έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες». Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι μεταξύ τους, «απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων», «εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων άνευ τινος εξαιρέσεως, ή βαθμού, ή κλάσεως, ή αξιώματος» και οι ετερόχθονες «εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων». Εκτός της ισοπολιτείας, το Σύνταγμα διακηρύσσει ότι «η ιδιοκτησία, τιμή και ασφάλεια εκάστου των Ελλήνων είναι υπό την προστασίαν των Νόμων», καθιερώνει τη φορολογική ισότητα, απαγορεύει τα βασανιστήρια, την ποινή της δήμευσης και τη σύλληψη χωρίς ένταλμα δικαστηρίου.
Στο πρώτο άρθρο του το Σύνταγμα καθιστά «επικρατούσα» την «Ανατολική Ορθόδοξο του Χριστού Εκκλησία», αλλά εξασφαλίζει τη ανοχή έναντι όλων των θρησκευμάτων. Στο παράρτημα ορίζεται ως πρώτη, προσωρινή διοικητική πρωτεύουσα η Κόρινθος, καθιερώνεται η Αθηνά ως σύμβολο στις κρατικές σφραγίδες, και το κυανό και το λευκό ως χρώματα της σημαίας. Το νέο ελληνικό κρατικό μόρφωμα «χρεωστεί παντοιοτρόπως να περιθάλψη τας χήρας και ορφανά των φονευομένων εις τον υπέρ πατρίδος πόλεμον».
Επίσης, το Σύνταγμα του 1822 καθιερώνει την αντιπροσωπευτική αρχή, καθώς επίσης και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική εξουσία του κράτους (η «Διοίκησις») συνίστατο σε δύο σώματα, το «Βουλευτικό» και το «Εκτελεστικό». Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκούνταν από δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία εξισορροπούσαν το ένα το άλλο στη νομοθετική διαδικασία. Η δικαστική εξουσία (το «Δικαστικόν») ήταν ανεξάρτητο ενδεκαμελές όργανο. Μάλιστα, συστήθηκαν δικαστήρια («κριτήρια») τριών βαθμών καθώς και ειρηνοδικεία.
Το πενταμελές Εκτελεστικό έπαιζε τον ρόλο διευθυντηρίου και είχε την ευθύνη σχηματισμού της οκταμελούς κυβέρνησης (σε παρένθεση οι πρώτοι Έλληνες υπουργοί): αρχιγραμματέας της Επικράτειας, δηλαδή πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου και υπουργός Εξωτερικών (Θεόδωρος Νέγρης), υπουργός Εσωτερικών (Ιωάννης Κωλέττης), υπουργός Οικονομίας (Πανούτσος Νοταράς), υπουργός Δικαίου (Θεόδωρος Βλάσιος), υπουργός Πολεμικών (Νότης Μπότσαρης), υπουργός Ναυτικού (τριμελές όργανο με εκπροσώπους από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά), υπουργός Θρησκείας (Ιωσήφ, επίσκοπος Ανδρούσης) και υπουργός Αστυνομίας (Λάμπρος Νάκος). Στις 15 Ιανουαρίου εκλέγεται ως πρώτος πρόεδρος του Εκτελεστικού ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (που προήδρευε και στην Εθνοσυνέλευση) και αμέσως μετά τα μέλη της πρώτης κυβέρνησης.
Ο 13χρονος τότε Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει: «[…] Οι δ’ επιζήσαντες διηγούνται ότι δάκρυα έρρεον από των οφθαλμών πάντων, και ως εν τη ημέρα της Αναστάσεως ανταπεδίδοντο ασπασμοί». Έτσι, από το 1822 οι Έλληνες, πέρα από την εθνική ανεξαρτησία τους, πολεμούν για την πολιτική ελευθερία που καθιερώνει και διαφυλάσσει το πρώτο αυτό Σύνταγμα.