Ποιόν αγάπησε περισσότερο η Ωραία Ελένη; Τον Μενέλαο, τον Θησέα ή τον Πάρη;
ΣΠΑΡΤΗ. Η Ομηρική Ελένη, αποκαλούμενη Ωραία Ελένη στη νεοελληνική γλώσσα και ευειδής στην Ιλιάδα, περίφημη για την ομορφιά της, αποτελεί το πλέον διλημματικό πρόσωπο (αθωότητας ή ενοχής) στην ελληνική μυθολογία. Ήταν κόρη του Δία ή του Τυνδάρεω και σύζυγος του Μενέλαου, του βασιλέα της Σπάρτης. Η "αρπαγή" της από τον Πάρη και η μεταφορά της στην Τροία έγινε αφορμή, σύμφωνα με την Ιλιάδα, του μακροβιότερου πολέμου όλης της αρχαιότητας, του δεκάχρονου Τρωικού Πολέμου, έχοντας προηγουμένως συνεγείρει όλα τα αρχαία ελληνικά βασίλεια κατά της Τροίας.
Βασικό χαρακτηριστικό των μύθων για την Ελένη ήταν ο θρύλος της ανυπέρβλητης ομορφιάς της που είχε εξαπλωθεί σ' όλη την αρχαία Ελλάδα, ως η ομορφότερη γυναίκα του αρχαίου κόσμου. Γεγονός στο οποίο συμφωνούν όλοι οι θαυμαστές αλλά και επικριτές τόσο στην περίοδο της Ομηρικής Ελένης, όσο και της μεθομηρικής Ελένης.
Αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα
Σημειώνεται ότι στην ελληνική μυθολογία οι διάφοροι μύθοι με θέμα "αρπαγή κόρης" από θεούς ή ημίθεους στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτελούν αλληγορική εκκοσμίκευση πανάρχαιου ιερατικού μύθου κρητομυκηναϊκής, αν όχι και κυκλαδικής, προέλευσης όπου ερμηνεύονται διαδοχικές αυξομειώσεις, εμφανίσεις - παρουσίες όντων ή φαινομένων της φύσης, όπως π.χ. στη βλάστηση, σε ουράνια σώματα ή άλλα φαινόμενα κ.λ.π. Παράλληλα όμως μπορεί να ερμηνεύουν αρπαγή - κατάκτηση εδάφους, κατόπιν πολεμικής σύγκρουσης, που περιέρχεται στον νικητή και που ωραιοποιείται (ηθικά) ως γάμος αυτού με γόνο (κόρη) του ηττημένου. Ο μύθος της αρπαγής της Ελένης από τον Θησέα συνδυάζει και τις δύο παραπάνω ερμηνείες, θεωρούμενη η Ελένη είτε αθάνατη θεά, είτε θνητή ηρωίδα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και κάποια προϊστορική σύγκρουση Αθηναίων - Σπαρτιατών (Αχαιών - Δωριέων).
Ο μύθος εξελίσσεται την εποχή που οι Διόσκουροι (ή Τυνδαρίδες) έχοντας ήδη ανδρωθεί, εξελισσόμενοι σε λαμπροί εθνικοί ήρωες των Λακώνων, είχαν εισβάλει στη Μεσσηνία όπου βασίλευε ο θείος τους Λεύκιππος για ν΄ απαγάγουν τις δύο θυγατέρες του, ουσιαστικά τις εξαδέλφες τους, τις ξακουστές Λευκιππίδες, που έφεραν τα ονόματα Φοίβη και Ιλάειρα, (η αρπαγή των Λευκιππίδων), προκειμένου στη συνέχεια να τις νυμφευθούν. Τότε εξεστράτευσε ο μυθικός βασιλέας, ηλιακός αλλά και με ευδιάκριτα χθόνια χαρακτηριστικά ήρωας της Αττικής - Αθηνών Θησέας κατά της Σπάρτης. Φθάνοντας εκεί και προφανώς καταλαμβάνοντας κάποια περιοχή, έμεινε έκθαμβος ο ίδιος και ο φίλος του Πειρίθους, (βασιλιάς των Λαπιθών που είχε συστρατευθεί μαζί του), βλέποντας σε ναό της Αρτέμιδας την πανέμορφη Ελένη, ηλικίας μόλις 7 ετών (κατά Ελλάνικο), ή ορθότερα 17 ετών (κατά Διόδωρο τον Σικελιώτη και Στησίχορο), να χορεύει με εκπληκτική χάρη. Έτσι επιστρέφοντας αποφάσισε να την απαγάγουν, ρίχνοντας προηγουμένως κλήρο με τον οποίο περιήλθε στον Θησέα, όπως τούτο υποστήριζαν οι Λάκωνες, ο οποίος και την έφερε στην Αττική για να τη νυμφευθεί, όπως ομοίως είχε προηγουμένως απαγάγει την Αριάδνη, (που είχε εγκαταλείψει, ή υποχρεώθηκε να ελευθερώσει - εγκαταλείψει στη Νάξο), ή νυμφευθεί την Αμαζόνα Αντιόπη και αργότερα τη Φαίδρα. Επιστρέφοντας ο Θησέας στην Αττική, συνοδευόμενος από τον Πειρίθου, παρέδωσε την Ελένη στη μητέρα του Αίθρα, που διέμενε στις Αφίδνες για να την αναθρέψει και να τη συντροφεύει. Στο σημείο αυτό ο Στησίχορος υποστηρίζει ότι ο Θησέας τελικά τη νυμφεύθηκε, χωρίς να επισημοποιήσει το γάμο του αυτό, προκαλώντας έτσι εναντίον του τους θεούς, ενώ καρπός τους ήταν η Ιφιγένεια
Στο άκουσμα της απαγωγής αυτής και σε ελάχιστο χρόνο αργότερα οι Διόσκουροι, έχοντας συγκροτήσει ικανό αξιόμαχο στρατό εκστράτευσαν κατά του Θησέα, προκειμένου ν΄ απελευθερώσουν και να φέρουν πίσω την αδελφή τους. Η εκστρατεία αυτή συνέβη καθ΄ ον χρόνο ο Θησέας, έχοντας προηγουμένως υποσχεθεί βοήθεια στον Πειρίθουν, είχαν μεταβεί και οι δύο στην Ήπειρο, στον βασιλέα των Μολοσσών Αϊδωνέα προκειμένου να αποτολμήσουν να απαγάγουν τη θυγατέρα του καλούμενη Κόρη ή κατ΄ άλλο μύθο στον κάτω κόσμο για να απαγάγουν την Περσεφόνη, για λογαριασμό του δεύτερου που πολύ ποθούσε. Κατά τον έτερο μύθο ο Θησέας και ο Πειρίθους μετέβησαν στο Ταίναρο και από εκεί κατέβηκαν στο βασίλειο του Άδη. Και στους δύο επιμέρους μύθους υπήρξε τραγική κατάληξη για τον Πειρίθου, ενώ ο Θησέας κατάφερε να διασωθεί μετά τη μεσολάβηση του Ηρακλή. Η χρονική αυτή σύμπτωση πράγματι αποτελεί ένα θαυμάσιο εύρημα της αρχαίας μυθοπλαστικής αττικής αγχίνοιας (ευφυΐας).
Έτσι φθάνοντας σι Διόσκουροι με τον στρατό τους στην Αττική απαίτησαν από τους Αθηναίους την άμεση παράδοση της αδελφής τους, προχωρώντας σε σχετικές αναζητήσεις, χωρίς όμως να προβούν σε λεηλασίες και καταστροφές, (γεγονός εκ του οποίου αργότερα θα τιμώνται ως θεότητες και από τους Αθηναίους). Τελικά ανακάλυψαν το κρησφύγετο που κρύπτονταν η αδελφή τους, κατόπιν υπόδειξης των κατοίκων της Δεκέλειας, οι οποίοι από της εποχής εκείνης, όπως εξιστορεί ο Ηρόδοτος, απέκτησαν ιδιαίτερα προνόμια όπως της ατέλειας και της προεδρίας στην αρχαία Σπάρτη που διατήρησαν μέχρι και τους κλασικούς χρόνους. Στη συνέχεια οι Διόσκουροι απελευθερώνοντας την αδελφή τους και συλλαμβάνοντας αιχμάλωτες τη μητέρα του Θησέα και την αδελφή του Πειρίθου, καθιστώντας αυτές θεραπαινίδες της αδελφής τους, επέστρεψαν στη Σπάρτη.
Μνηστήρες της Ελένης
Όταν η πανέμορφη Ελένη έφθασε σε ηλικία γάμου, καθιστάμενη έτσι ιδιαίτερα περιζήτητη, όπως ήταν φυσικό, πολλοί βασιλείς και βασιλικοί γόνοι απ΄ όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσήλθαν στο ανάκτορο του Τυνδάρεω, άλλοι αυτοπροσώπως και άλλοι με αντιπροσωπείες - πρεσβείες, προσφέροντας πλούσια δώρα, προκειμένου να ζητήσουν το χέρι της. Εκ του συνόλου αυτών έχουν διασωθεί 45 διακριτά ονόματα που φέρονται αποσπασματικά σε σχετικούς καταλόγους που συνέταξαν ο Ησίοδος, ο Απολλόδωρος και ο Υγίνος. Στην επιλογή των πλέον κατάλληλων για μελλοντικό σύζυγο της Ελένης πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι Διόσκουροι, ενώ την τελική απόφαση είχε ο Τυνδάρεω. Βάσει των παραπάνω καταλόγων μνηστήρες της Ωραίας Ελένης αναφέρονται οι ακόλουθοι (κατ΄ αλφαβητική σειρά): Αγαπήνορας, Αγκαίος, Αίας ο Λοκρός, Αίας ο Τελαμώνιος, Αλκμαίων, Αμφίλοχος, Αμφίμαχος, Αντίοχος, Ασκάλαφος, Διομήδης, Ελεφήνορας, Επίστροφος, Εύμηλος, Ευρύπυλος, Θάλπιος, Θόας, Ιάλμενος, Ιδομενέας, Κλυτίος, Λεοντέας, Λήιτος, Λυκομήδης, Μαχάων, Μέγης, Μενέλαος, Μενεσθέας, Μηριόνης, Νηρέας, Οδυσσέας, Πάτροκλος, Πηνέλεως, Ποδαλείριος, Ποδάρκης, Πολύξενος, Πολυποίτης, Πρόθοος, Πρωτεσίλαος, Σθένελος, Σχεδίος, Τεύκρος, Τληπόλεμος, Φείδιππος, Φήμιος και Φιλοκτήτης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στους εν λόγω πίνακες των μνηστήρων της Ελένης δεν συμπεριλαμβάνονται σπουδαίοι ήρωες βασιλείς της εποχής εκείνης, όπως ο Αγαμέμνονας, που φέρεται όμως στη σύναξη των μνηστήρων να εκπροσωπούσε τον αδελφό του Μενέλαο, ενώ ο ίδιος είχε ήδη νυμφευθεί την αδελφή της Ελένης, την Κλυταιμνήστρα, καθώς και ο Αχιλλέας, που ίσως να ήταν πολύ νέος ακόμη για γάμο, όπως επίσης και ο ήρωας και βασιλέας της Τεγέας ο Έχεμος, που ίσως και αυτός να είχε ήδη νυμφευθεί την έτερη αδελφή της Ελένης, την Τιμάνδρα. Αντίθετα στους μνηστήρες περιλαμβάνεται ο γιος του Πειρίθου, ο Πολυποίτης.
Όρκος του Τυνδάρεω
Με την ονομασία "όρκος του Τυνδάρεω", ή "όρκος των μνηστήρων της Ελένης" φέρεται στην ελληνική μυθολογία ο όρκος τον οποίο επέβαλε ο Τυνδάρεως στους μνηστήρες της Ελένης και υποχρεώθηκαν αυτοί να δώσουν πριν την ανάδειξη του μέλλοντος συζύγου της.
Συγκεκριμένα η μεγάλη προσέλευση τόσων πολλών ισχυρών μνηστήρων ήταν επόμενο να φοβίσει τον Τυνδάρεω στην επιλογή του μελλοντικού συζύγου που θα μπορούσε να δημιουργήσει τεράστιες διαμάχες με τραγικές ίσως συνέπειες και γι΄ αυτή ακόμα τη Σπάρτη. Στην επίλυση του φοβικού αυτού προβλήματος συμπαραστάτης του Τυνδάρεω υπήρξε ο Οδυσσέας ο οποίος και πρότεινε την εκ των προτέρων δέσμευση των μνηστήρων με ιερό όρκο ότι όχι μόνο θα σεβαστούν την όποια επιλογή του μελλοντικού συζύγου αλλά και θα σπεύδουν να προσδράμουν αυτόν έναντι οποιασδήποτε προσβολής δεχθεί εκ του γάμου του με την Ελένη. Η πρόταση αυτή έγινε αμέσως αποδεκτή και ο Τυνδάρεως προσκαλώντας όλους τους παραπάνω μνηστήρες σε τόπο εκτός Σπάρτης, στο δρόμο προς Αρκαδία και προβαίνοντας εκεί σε επίσημη θυσία ενός ίππου προς τους θεούς, κάλεσε τους μνηστήρες να δώσουν τον ιερό όρκο. Πράγματι οι μνηστήρες, αποδεχόμενοι και αυτοί την παραπάνω απόφαση και πρόσκληση του Τυνδάρεω προσήλθαν και κάνοντας σπονδές στο βωμό και κρατώντας ο ένας το δεξί χέρι του άλλου, επικαλούμενοι τους θεούς ορκίσθηκαν ότι «οποιουδήποτε και αν γίνει η Ελένη σύζυγος, πάντες οι λοιποί θα υπερασπίσουν αυτόν και αν κάποιος ήθελε απαγάγει αυτήν από το συζυγικό της οίκο και καταλάβει παρ΄ αυτή του συζύγου τη θέση, θα συνεκστρατεύσουν όλοι ένοπλα κατά του απαγωγέα και θα κατασκάψουν την πόλη (πολιτεία) του, είτε Έλληνας τυγχάνει αυτός είτε βάρβαρος».
Σημειώνεται ότι τον όρκο αυτόν υποχρεώθηκαν να δώσουν τόσο ο Αγαμέμνων, για τον φόβο μη τυχόν εγκατέλειπε την Κλυταιμνήστρα για χάρη της Ελένης, όσο και ο Οδυσσέας που είχε προσέλθει ως μνηστήρας, χωρίς όμως γαμήλια δώρα, γεγονός που δικαιολογεί, το πιθανότερο, υπόσχεση εκ μέρους του Τυνδάρεω να νυμφευθεί την ανεψιά του την Πηνελόπη, κόρη του αδελφού του και συμβασιλέως, του Ικαρίου. Το δε σημείο της ορκωμοσίας αυτής καλούταν αργότερα "ίππου μνήμα", (όπως αναφέρει ο Παυσανίας).
Γάμος με τον Μενέλαο
Τελικά ο Τυνδάρεως, επέλεξε για μέλλοντα σύζυγο της κόρης του Ελένης τον Μενέλαο, εγγονό του θρυλικού Πέλοπα και γόνο εκ του σπουδαίου βασιλικού οίκου του Ατρέα των Μυκηνών. Κατ΄ άλλους ο Τυνδάρεως φέρεται, μετά την υποσχετική ορκωμοσία των μνηστήρων να επέτρεψε στην ίδια την Ελένη να εκλέξει εξ αυτών τον μέλλοντα σύζυγό της, που με τη βοήθεια της Αφροδίτης θα ποθούσε η καρδιά της. Έτσι ακολούθησε επίσημη τελετή κατά την οποία η ίδια η Ελένη στεφάνωσε τον Μενέλαο με γαμήλιο στεφάνι. Οι γάμοι του Μενέλαου και της Ελένης τελέσθηκαν στη Σπάρτη όπου και ανέλαβαν βασιλείς μετά τη φερόμενη παραίτηση των Τυνδάρεω και Λήδας, ενώ ομοίως ακολούθησε αυτών οι γάμοι του Οδυσσέα και της Πηνελόπης.
Ο Μενέλαος και η Ελένη βασίλευσαν για πολλά χρόνια αποκτώντας επτά παιδιά εκ των οποίων ένα ή δύο αμφιθαλή, ήτοι πέντε γιους και δύο κόρες, τους Νικόστρατο, Αιθιόλα, Θρόνιο, Πλεισθένη, Μορράφιο, και τις Ερμιόνη και Μελίτη. Στη διάρκεια της βασιλείας τους ο Αγαμέμνων κατάφερε να επιστρέψει στις Μυκήνες και ν΄ αναλάβει βασιλεύς εκδιώκοντας τον σφετεριστή του θρόνου και θείο του Θυέστη, γενόμενοι έτσι οι δύο Ατρείδες, (Μενέλαος και Αγαμέμνων), οι ισχυρότεροι βασιλείς της εποχής τους, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε η μεγάλη εκστρατεία κατά της Τροίας που κατέληξε στο γνωστό δεκάχρονο πόλεμο.
Ελένη: Δευτερεύουσα θεότητα
Σύμφωνα με τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και τις γραμματειακές πηγές που έχουν διασωθεί αποκαλύπτεται περίτρανα ότι η Ωραία Ελένη απολάμβανε θεϊκές τιμές τόσο στην αρχαία Σπάρτη, όπου υπήρχαν δύο ναοί αφιερωμένοι α΄ αυτήν, το Μενελάειον, στις Θεράπνες και άλλος ένας παρά τον οικισμό Πλατανίτσα, καθώς επίσης στο Άργος, την Αρκαδία, την Κόρινθο, τη Βοιωτία, την Αττική (Αθήνα) που τιμόταν μαζί με τους Διόσκουρους στην εορτή των Ανακείων στο Ανάκειο ιερό, τη Θεσσαλία, τη Ρόδο, καθώς ακόμα στην Ιταλία και την αρχαία Αίγυπτο. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, εφόσον η Ελένη λατρευόταν σε οικείους ναούς και απεικονιζόταν σε λατρευτικά αγάλματα και ξόανα, όπως ομολογούν και αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Ισοκράτης και ο Ηρόδοτος η από Διός Ελένη ήταν δευτερεύουσα θεά της ελληνικής μυθολογίας. Τα περί χαρακτήρος και προστασίας της θεότητας αυτής συνάγονται από τα παρακάτω στοιχεία:
Όπως μνημονεύει ο Ησύχιος μια από τις εορτές των Λακώνων ήταν τα λεγόμενα Ελένια (Ἑλένια) ή Ελένεια που προφανώς πρόκειται για εορτή της Ελένης.
Το 18ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου, το "Ελένης επιθαλάμιο", που αναφέρεται στους γάμους Μενέλαου - Ελένης κάνει μνεία μιας φυσιολατρικής τελετής κατά την οποία οι νεάνιδες της Σπάρτης στεφανωμένες με υακίνθους επιβαίνοντας σε ελαφόμορφες άμαξες, τις καλούμενες "κάνναθρα", προσέρχονταν στο ιερό της Ελένης και στόλιζαν τον εκεί ιερό πλάτανο με άνθη λωτού, κάνοντας παράλληλα σπονδές με λάδι στη ρίζα του δένδρου και γράφοντας στο φλοιό του τη φράση "να με τιμάς γιατί είμαι φυτό της Ελένης". Τελετή σαφώς μυητικού χαρακτήρα για το "πέρασμα" των παρθένων στην ώριμη ηλικία, δηλαδή από την προστασία της Αρτέμιδας στη δικαιοδοσία της Ελένης.
Με την ονομασία Ελενηφόρια καλούνταν εορτές προς τιμή της Ελένης που τελούνταν στον ναό της Βαυρωνίας Αρτέμιδος. Για τις εορτές αυτές οι πληροφορίες είναι ελάχιστες και συγκεχυμένες. Παρά ταύτα διαφαίνεται κάποια λατρευτική σχέση της Ελένης με τη θεά Άρτεμη, δίδυμη αδελφή του θεού του φωτός Απόλλωνα, επίσης κόρη του Δία, θεότητα της γονιμότητας της φύσης.
Υπενθυμίζεται ότι στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε ο ναός - ιερό της Ορθίας ή Ορθωσίας Αρτέμιδος όπου τελούνταν κατ΄ έτος μεγάλες εορτές και που εξελίχθηκε σε κέντρο διαπαιδαγώγησης των Σπαρτιατών εφήβων, ενώ παρά τον οίκο των Διοσκούρων υπήρχε ο ναός των Λευκιππίδων και παρά του τελευταίου το ιερό του Οδυσσέα.
Ειδικότερα στη Ρόδο, που είχε αποικιστεί κατά τη μυκηναϊκή εποχή από Λέλεγες εκ του Άργους, η Ωραία Ελένη λατρευόταν ως δενδρική θεά υπό το όνομα "Ελένη Δενδρίτης", διατηρώντας ίδιο ιερό άλσος. Τα δε κλαδιά των ιερών αυτής δένδρων στολίζονταν με πολλά αφιερώματα (κυρίως ομοιώματα της θεάς) που μένοντας αιωρούμενα προκαλούσαν διάφορες τοπικές μυθοπλασίες περί της τραγικής κατάληξης της Ελένης, όπως ο σχετικός μύθος που αναφέρεται στη μυθική βασίλισσα της νήσου Πολυξώ.
Η Αφροδίτη, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στον Πάρη, κανόνισε να νιώσουν δυνατό αμοιβαίο έρωτα κι έτσι ο Πάρις την πήρε με τη θέλησή της στην Τροία.
Ομηρική Ελένη
Μετά το θάνατο του Πάρη παντρεύτηκε τον αδελφό του Δηίφοβο. Ύστερα από την πτώση της Τροίας ακολούθησε τον Μενέλαο στη Σπάρτη, όπου έφτασαν μετά από περιπέτειες οχτώ χρόνων. Από τότε έζησαν ήσυχοι την υπόλοιπη ζωή τους.
Ωστόσο, ένας άλλος μύθος θέλει τον Μενέλαο να καταπλέει στην Αίγυπτο και να συναντά την αληθινή Ωραία Ελένη, που του εκμυστηρεύεται ότι η Ελένη για την οποία πολεμούσαν στην Τροία ήταν ένα ψεύτικο όραμα. Στον μύθο αυτό αναφέρεται ο ποιητής Στησίχορος στην περίφημη παλινωδία του, η οποία διασώζεται στον Φαίδρο του Πλάτωνα, ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης στο αντιπολεμικό δράμα του Ελένη, καθώς και ο σύγχρονος ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα του "Ελένη".
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα παρουσιάζει την Ελένη ως πλάσμα ανθρώπινο με καταγωγή, αποφεύγει την κατάκριση και την καταδίκη, αλλά την παρουσιάζει συχνά να αυτοκαταδικάζεται μεταχειριζόμενη το επίθετο «κυνώπις» για τον εαυτό της. Αν και αγαπάει τον Πάρη, τον παρατά, γιατί δεν είναι γενναίος. Ο Όμηρος τη χαρακτηρίζει καλλίκομον (ομορφομαλλούσα), καλλιπάρηον (ομορφοπρόσωπη), λευκώλενον (ασπροχέρα), τανύπεπλον (ομορφοντυμένη) κ.α. αλλά και ριγεδανήν (φρικτή), γιατί προκάλεσε τον αφανισμό πολλών ηρώων. Για τον ίδιο λόγο ο Αισχύλος παρετυμολογεί το όνομά της και την αποκαλεί ελεύναν, έλανδρον, ελέπτολιν (καταστροφή για τα καράβια, τους άνδρες, και τις πολιτείες). Μερικές φορές μετανιώνει και νοσταλγεί την πατρίδα της, τη Σπάρτη, τον άντρα της και την κόρη της Ερμιόνη.
Οι λυρικοί ποιητές (Ίβυκος, Αλκαίος) τη θεωρούν υπαίτια του πολέμου και τη συνδέουν με την απιστία. Η Σαπφώ αναφέρεται στην Ελένη όχι για να την κατακρίνει ως αιτία πολέμου, αλλά για να δικαιωθεί ο Έρως, ο οποίος είναι δυνατόν να προκαλέσει φοβερότατα δεινά. Στον Ευριπίδη, όχι όμως σε όλα του τα έργα, παρουσιάζεται περισσότερο ως θύμα παρά ως πρόξενος κακών.