,

Νείλος: Τα χριστιανικά βασίλεια της Νουβίας

 



Η πρώτη μεθοδική προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό της Νουβίας έγινε επί Ιουστινιανού.

Περί το 540, με διαταγή του έφυγε από την Κωνσταντινούπολη μία Αποστολή, για να προσελκύσει στην πίστη τα μικρά βασίλεια της Νουβίας. Πριν όμως φθάσουν οι Ορθόδοξοι Ιερείς στον προορισμό τους, μια άλλη αντίζηλη μονοφυσιτική αποστολή βρισκόταν καθ’ οδόν, υποστηριζόμενη από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα που, ως γνωστόν, συμπαθούσε τους Μονοφυσίτες.

Αρχηγός της τελευταίας ήταν ο Ιερέας Ιουλιανός, ο οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον κρατούμενο μονοφυσίτη αρχιεπίσκοπο Αλεξάνδρειάς Θεοδόσιο. Όταν ο Ιουλιανός έφθασε στη χώρα των Νοβαταίων, που κατοικούσαν στην περιοχή του Άνω Νείλου με πρωτεύουσα την Ντογκόλα, παρουσιάσθηκε στον ηγεμόνα Σίλκω και, εφοδιασμένος με δώρα και γράμματα της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, κατόρθωσε να τον πείσει να δεχθεί τον Χριστιανισμό.

Παρά τις φοβερές δυσκολίες, που συνάντησε από τον αφόρητο καύσωνα, παρέμεινε εκεί επί δύο χρόνια κατηχώντας τους νεοφύτους. Κατόπιν γύρισε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Η μονοφυσιτική αυτή ιστορία είναι γραμμένη στα εύρισκα. Εν τω μεταξύ έφθασαν στη Νουβία και οι Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι, τους οποίους είχε στείλει ο Ιουστιανιανός, αλλά οι Νοβαταίοι, υπό την επίδραση των Μονοφυσιτών, τους δέχθηκαν πολύ ψυχρά. Χωρίς να χάσουν τον ενθουσιασμό τους οι Ορθόδοξοι Ιερείς κατευθύνθηκαν προς άλλο λαό της Νουβίας, τους Μακορίτες, και είλκυσαν πολλούς στην πίστη.

Δεν είναι εξακριβωμένο ποια από τις δύο εκείνες αποστολές είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Το γεγονός πάντως είναι ότι και οι δύο συνέβαλαν ώστε, μέσα σε μία γενιά, να εκχριστιανισθεί ολόκληρη η Νουβία.

Για να συνεχισθεί το έργο του μονοφυσίτη Ιουλιανού χειροτονήθηκε Επίσκοπος Φίλων ο Θεόδωρος. Η καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών των Φίλων από τον στρατηγό Ναρσή διευκόλυνε το έργο του. Ο Θεόδωρος οικοδόμησε επάνω στα ερείπια του παλαιού ναού της Ίσιδος τον Ναό του Αγίου Στεφάνου, όπως δε μας πληροφορούν πολλές επιγραφές, ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση και ο Χριστιανισμός έφθασε σύντομα σε μεγάλη ακμή στη Νουβία. Για την ανάπτυξη της Ιεραποστολής πέραν της χώρας στην οποία εργαζόταν ο Θεόδωρος, το 567 χειροτονήθηκε Επίσκοπος, από τον κρατούμενο στην Κωνσταντινούπολη μονοφυσίτη αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, ο Λογγίνος.

Επί τρία χρόνια οι Ορθόδοξοι παράγοντες της πρωτεύουσας εμπόδιζαν την αναχώρησή του. Τελικά όμως το 569 κατόρθωσε να διαφύγει και να φθάσει στη Νουβία, όπου ανέπτυξε μεγάλη Ιεραποστολική δράση. Προσείλκυσε πολλούς στον Χριστιανισμό και οργάνωσε την Εκκλησία με ιθαγενή κλήρο. Με τον Λογγίνο διαδόθηκε το ευαγγέλιο και στη φυλή των Αλοδαίων, που κατοικούσαν κοντά στα σύνορα της Αιθιοπίας, στη δεξιά όχθη του κυανού Νείλου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιοι οι Αλοδαίοι ζήτησαν από τον ηγεμόνα των Νοβαταίων να πάει σ’ αυτούς ο Λογγίνος για να τους διδάξει τον Χριστιανισμό. Και όταν μετά από πολλές περιπέτειες, περνώντας μέσα από το εχθρικό προς τους Νοβαταίους βασίλειο των Μακοριτών, κατόρθωσε να φθάσει στα σύνορα των Αλοδαίων, τον υποδέχθηκαν με πολλές τιμές. Ο βάρβαρος ηγεμόνας με ενθουσιασμό αποδέχθηκε τον Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε, ενώ τον ακολούθησε και το μεγαλύτερο μέρος του λαού του.

Με την επίδραση των Νοβαταίων ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό και οι Βλέμμυες, οι οποίοι κατοικούσαν μεταξύ Αιγύπτου και Νουβίας, νότια της Συήνης, και οι οποίοι, όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι εκείνη την εποχή θυσίαζαν ακόμη και ανθρώπους. Σε μια από τις πολυάριθμες ελληνικές επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στα ερείπια της πόλεως Τάλμεως της Νουβίας, αναφέρονται τα κατορθώματα του πρώτου Χριστιανού ηγεμόνα των Νοβαταίων Σίλκω κατά των ειδωλολατρών ακόμη Βλεμμύων.

Ο Ιουστιανιανός ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τους Βυζαντινούς Ιεραποστόλους διότι, συγχρόνως με το γνωστό ιεραποστολικό του ενδιαφέρον, ήλπιζε ότι με την εξημέρωση των βαρβάρων αυτών λαών θα βελτιωνόταν η συνοριακή κατάσταση στον νότο. Και όπως φαίνεται, κατά τα τελευταία έτη της βασιλείας του η Ορθόδοξη Ιεραποστολή είχε μεγαλύτερη ανάπτυξη από τη μονοφυσιτική.

Τα ερείπια εξήντα ναών, τα οποία υπάρχουν στο Σουδάν και εκτείνονται από τα σύνορα της Αίγυπτου μέχρι το Χαρτούμ, και το πλήθος των Χριστιανικών επιγραφών που ανακαλύφθηκαν σε διάφορα σημεία της Νουβίας από τον 7ο και 8ο αιώνα, αποδεικνύουν την ακμή του Χριστιανισμού στη χώρα. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στην περιοχή αυτή η Εκκλησία, παρά την προσχώρησή της στον Μονοφυσιτισμό, διακρινόταν για τον ελληνικό της χαρακτήρα. Ελάχιστες κοπτικές επιγραφές ανακαλύφθηκαν. Οι περισσότερες είναι ελληνικές.

Την μεγάλη επίδραση της Βυζαντινής Εκκλησίας υπογραμμίζει μία ανακάλυψη (1963) από τον Πολωνό καθηγητή Μιχαλόφσκυ. Η πολωνική αρχαιολογική Αποστολή που εργαζόταν για τη διάσωση αρχαίων θησαυρών στην περιοχή που επρόκειτο να κατακλυσθεί από τα νερά, λόγω του φράγματος του Ασσουάν, ανακάλυψε στην περιφέρεια των Φαρών, στην άμμο της ερήμου της Νουβίας, ωραιότατη βυζαντινή Εκκλησία του 8ου έως 10ου αιώνα, με εκατό άθικτες σχεδόν τοιχογραφίες. Η τεχνοτροπία και οι χρωματισμοί έχουν σαφή τη σφραγίδα της βυζαντινής επαρχιακής τέχνης.

Υπάρχουν δε παραδείγματα (ασυμπλήρωτη τοιχογραφία του Πάθους και της αναστάσεως) που δείχνουν ανάπτυξη εντόπιας νουβιακής τέχνης. Τα μελαψά πρόσωπα ορισμένων από τους εικονιζόμενους επισκόπους φανερώνουν την επικράτηση του Χριστιανισμού και την ανάπτυξη τοπικής ιεραρχίας. Παρά την εισβολή των Μουσουλμάνων κατά τα έτη 641-642, η Εκκλησία διατηρήθηκε επί μακράν. Σύμφωνα δε με πληροφορία του πατριάρχη Ευτυχίου (933-940), όσο και χρονογράφων του 14ου αιώνα, η Εκκλησία της Νουβίας είχε ως επίσημη λειτουργική της γλώσσα την Ελληνική. Η Χριστιανική πίστη διατηρήθηκε σε διάφορες περιοχές τής Νουβίας μέχρι τον 18ο αιώνα.

Οι Νούβιοι τοξότες ήσαν διάσημοι για τις ικανότητές τους και αποτελούσαν το φόβητρο όλων των γνωστών στρατών της εποχής και ειδικότερα όσων τους είχαν δει εν δράσει. Η Νουβία ήταν γνωστή στους Αιγυπτίους ως η «χώρα του τόξου» και συγχρόνως διάσημη στην αρχαία ιστορία, ως χώρα έμπειρων και φοβερών τοξοτών, με παραστάσεις χρονολογούμενες το 3200 π.Χ. οι οποίες απεικονίζουν Νούβιους τοξότες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν το τόξο ως ιερογλυφική γραφή για το όνομα «Νουβία».

Σε όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα της Νουβίας απεικονίζονται θεοί βασιλείς πολεμιστές να φέρουν τόξα. Η γεωγραφική θέση της αρχαίας Νουβίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μετέπειτα ιστορική πολιτιστική εξέλιξη της αρχαίας Αιγύπτου. Μέχρι την απώλεια του τελευταίου τους βασιλείου (Χριστιανική Νουβία) οι Νούβιοι παρέμειναν οι κύριοι αντίπαλοι του έτερου μεγάλου αφρικανικού πολιτισμού της Αιγύπτου. Τον 6ο αιώνα, η Νουβία ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Οι τοξότες ήσαν αυτοί που καθυστέρησαν την Ισλαμοποίηση της Νουβίας μέχρι τον 14ο αιώνα.

hartis nubia

Η Νοβαδία ήταν βασίλειο της ύστερης αρχαιότητας στη Κάτω Νουβία, και στη συνέχεια μια περιοχή ενός μεγαλύτερου Βασιλείου, της Μακουριας. Το βασίλειο της Νοβαδίας ιδρύθηκε την πρώην Μεροϊτική επαρχία Akine, η οποία περιελάμβανε μεγάλα τμήματα της Κάτω Νουβίας και τα οποία πιθανολογείται να έχουν αυτονομηθεί ήδη πριν από την τελική πτώση του Μεροϊτικού βασιλείου στα μέσα του 4ου αιώνα. Ενώ η Νοβαδία είχε προσκληθεί σε μια περιοχή από την Δυτική Έρημο από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Διοκλητιανό από το 297 μ.Χ το βασίλειο τους γίνεται απτό μόνο γύρω στο 400 μ.Χ.

Μέχρι το 701, η Νοβαδία είχε προσαρτηθεί από τον νότιο γείτονα, τη Μακουρια. Οι συνθήκες αυτής της συγχώνευσης είναι άγνωστες. Είναι πιο πιθανό να είχε συμβεί πριν από τη Μουσουλμανική κατάκτηση σε 652, το οποίο προκύπτει από τις Αραβικές ιστορίες οι οποίες μιλούν μόνο ένα Χριστιανικό κράτος στη Νουβία το οποίο να φθάσει τουλάχιστον όσο η Παλιά Δονγκόλα. Η Νοβαδία φαίνεται να έχει διατηρήσει κάποια αυτονομία στο νέο κράτος. Κυβερνώνταν από έναν έπαρχο της Νοβαδίας που ήταν επίσης γνωστός, με τον τίτλο Δομέστικο των Πακχόρας. Αυτοί είχαν αρχικά διοριστεί αλλά φαίνεται να είναι ηγεμόνες σε μεταγενέστερη περίοδο.

Μερικά από τα αρχεία τους έχουν βρεθεί στο Fort Ibrim, παρουσιάζοντας μια προσωπικότητα με μεγάλη δύναμη. Ωστόσο, ορισμένοι Άραβες συγγραφείς αναφέρονται στο συγχωνευμένο κράτος ως το “Βασίλειο της Μακουριας και της Νοβαδίας”, το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει μια διπλή μοναρχία , τουλάχιστον για ορισμένες περιόδους. Το όνομα της Νοβαδίας συχνά δίνεται ως al-Maris στην αραβική ιστορία. Η Νοβαδία ήταν το πιο κοντινό μέρος της Νουβίας στην Αίγυπτο και κατά συνέπεια δέχτηκε τη μεγαλύτερη Αραβοποίηση και Εξισλαμισμό. Με την πάροδο του χρόνου οι άνθρωποι της Νοβαδίας σταδιακά εξισλαμίστηκαν και αναμείχτηκαν με Αραβικές φυλές όπως η Μπανού Kanz, αν και μερικοί παρέμειναν ανεξάρτητοι στο Χριστιανικό βασίλειο της Ντοτάουο μέχρι την κατάκτησή της από τους Σεμνάρ το 1504.

Η Μακουρια ήταν ένα βασίλειο της Νουβιας που βρίσκεται στο σημερινό Βόρειο Σουδάν και τη Νότια Αίγυπτο. Η Μακουρια καλύπτει αρχικά την περιοχή κατά μήκος του ποταμού Νείλου από τον Τρίτο Καταρράκτη σε κάπου νότια του Αμπού Χαμάντ, καθώς και τμήματα του βόρειου Κορδοφάν. Η πρωτεύουσά του ήταν Dongola και το βασίλειο είναι μερικές φορές γνωστό με το όνομα της πρωτεύουσάς του.

Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, είχε μετατραπεί σε χριστιανικό, αλλά τον 7ο αιώνα, η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τους αραβικούς στρατούς. Το 651 ένας αραβικός στρατός εισέβαλε, αλλά απωθήθηκε και μια συνθήκη γνωστή ως baqt υπογράφηκε δημιουργώντας μια σχετική ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών που κράτησε μέχρι τον 13ο αιώνα. Η Μακουρια επεκτάθηκε προσαρτώντας τον βόρειο γείτονά της Νοβατια σε κάποιο σημείο του έβδομου αιώνα, διατηρώντας επίσης στενούς δεσμούς με το βασίλειο της Αλόδιας προς τα νότια.

Η περίοδος από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα ήταν το αποκορύφωμα της πολιτιστικής ανάπτυξης της Μακουριας: ανέγερσαν νέα μνημειώδη κτήρια, καλλιτεχνικές τέχνες όπως τοιχογραφίες και άκρως επεξεργασμένη και διακοσμημένη αγγειοπλαστική και η Νουβιακη αναπτύχθηκε για να γίνει η κυρίαρχη γραπτή γλώσσα. Η αυξημένη επιθετικότητα από την αραβική Αίγυπτο, οι εσωτερικές έριδες, οι εισβολές των Βεδουινων και ενδεχομένως η πανουκλα και η μετατόπιση των εμπορικών οδών οδήγησαν στην παρακμή του κράτους τον 13ο και 14ο αιώνα.

Λόγω εμφύλιου πολέμου το 1365, το βασίλειο περιορίστηκε σε κατάσταση υποτέλειας και έχασε μεγάλο μέρος των νότιων εδαφών της, συμπεριλαμβανομένης της Dongola. Είχε εξαφανιστεί από τη δεκαετία του 1560, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κάτω Νουβία. Στη συνέχεια, η Νουβια εξισλαμίστηκε, ενώ οι Νουβιοι που ζούσαν πρίν από το Al Dabbah και στο Kordofan επίσης αραβοποιήθηκαν.

Η Αλόδια, γνωστή και ως Alwa, ήταν ένα μεσαιωνικό βασίλειο της Νουβίας στο κεντρικό και το νότιο Σουδάν. Η πρωτεύουσά του ήταν η πόλη Soba, που βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο Χαρτούμ, στη συμβολή των ποταμών του Γαλάζιου και του Λευκού Νείλου. Ιδρύθηκε λίγο μετά την κατάρρευση του αρχαίου βασιλείου του Kush, περίπου το 350 μ.Χ.

Η Αλόδια αναφέρεται αρχικά σε ιστορικά αρχεία το 569. Ήταν το τελευταίο από τα τρία Νουβιακα βασίλεια που μετατράπηκε στον Χριστιανισμό το 580, ακολουθώντας την Νοβατια και την Μακουρια. Πέτυχε να φτάσει στο αποκορύφωμά της κατά τον 9ο-12ο αιώνα, όταν τα αρχεία δείχνουν ότι ξεπέρασε τον βόρειο γείτονά της, το Μακουρια, με το οποίο διατήρησε στενούς δυναστικούς δεσμούς, μεγάλη σε μέγεθος, στρατιωτική δύναμη και οικονομική ευημερία. Όντας μια μεγάλη, πολυπολιτισμική κατάσταση, η Αλόδια διαχειριζόταν από έναν ισχυρό βασιλιά και διοικητές επαρχίας που διορίστηκαν από αυτόν. Η πρωτεύουσα Soba, η οποία περιγράφεται ως πόλη “εκτεταμένων κατοικιών και εκκλησιών γεμάτων χρυσό και κήποι”, αναπτύχθηκε ως εμπορικός κόμβος. Τα εμπορεύματα έφθασαν από την Μακουρια, τη Μέση Ανατολή, τη Δυτική Αφρική, την Ινδία και ακόμη και την Κίνα. Η εξάπλωση της γνώσης γραφής Νουβιακών και ελληνικών αναπτύχθηκε.

Από τον 12ο και ιδιαίτερα τον 13ο αιώνα, η Αλόδια παρακμάσε, πιθανώς λόγω εισβολών από το νότο, ξηρασίας και μετατόπισης εμπορικών οδών. Τον 14ο αιώνα, η χώρα μπορεί να είχε καταστραφεί από την πανώλη, ενώ οι αραβικές φυλές άρχισαν να μεταναστεύουν στην κοιλάδα του Άνω Νείλου. Μέχρι περίπου το 1500 η πόλη Soba είχε πέσει είτε στους Άραβες, είτε στο Funj. Αυτό πιθανότατα σηματοδότησε το τέλος της Αλοδιας, αν και ορισμένες προφορικές παραδόσεις του Σουδάν ισχυρίστηκαν ότι επέζησε με τη μορφή του βασιλείου του Φαζούλι στα σύνορα Αιθιοπίας-Σουδάν. Μετά την καταστροφή της Soba, οι Funj δημιούργησε το σουλτανάτο του Sennar, εισάγοντας μια περίοδο εξισλαμισμού και αραβοποίησης.

Από το 2009 δύο αρχαιολόγοι εργάζονται (2011) στο νησί του Νείλου Σάι, στο Βόρειο Σουδάν, με σκοπό να αναδείξουν το μεσαιωνικό παρελθόν του χώρου. Ένα παρελθόν όπου το πολύμορφο αφρικανικό πολιτισμικό υπόβαθρο του πληθυσμού της περιοχής που κάποτε ονομαζόταν Νουβία, ήδη επηρεασμένο και από τους βορειότερους γείτονες Αιγυπτίους, καθορίστηκε από την παρουσία των Ελλήνων Πτολεμαίων και κλασικά μορφωμένων πολιτικών και θρησκευτικών αρχών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της χριστιανικής (Βυζαντινής) συνέχειάς της.

Τα τρία ανεξάρτητα βασίλεια Νοβατία, Μακουρία και Άλωα (Αλοδια) που άκμασαν στο Σουδάν κατά τον Μεσαίωνά του παρόμοιο παραδόξως με τον δικό μας Βυζαντινό Μεσαίωνα, ήταν χριστιανικά από πλευράς θρησκείας και νουβιακά στον πολιτισμό τους. Η ελληνική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, αρχικά τουλάχιστον, στις μνημειακές επιγραφές τους, παράλληλα με την αιγυπτιακή κοπτική, ενώ η ντόπια λεγόμενη «Παλαιά Νουβιακή» γλώσσα, που εμφανίζεται κυρίως σε χειρόγραφα και γκράφιτι, γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, εμπλουτισμένο με τα επιπλέον γράμματα που εμφανίζονται στις αιγυπτιακές κοπτικές επιγραφές και ορισμένα άλλα, ίσως προερχόμενα από την παλαιότερη, ντόπια, Μεροϊτική γραφή.

Η τέχνη, αν και φανερά συγγενής με την κοπτική της χριστιανικής Αιγύπτου, διαθέτει στην πραγματικότητα έναν δικό της, ανεξάρτητο χαρακτήρα. Ωστόσο, αυτό το ανεξάρτητο πνεύμα που μετουσίωνε το ξένο σε κάτι απόλυτα εναρμονισμένο με τη γη και το περιβάλλον της Νουβίας προσπάθησαν να ελέγξουν οι βόρειοι δυνατοί: οι μονοφυσίτες χριστιανοί της Αλεξάνδρειας από τη μία και οι «δυοφυσίτες» Κωνσταντινουπολίτες οπαδοί του δόγματος της Συνόδου της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ).

Την εποχή του Ιουστινιανού, το τι συμβαίνει στα τρία βασίλεια ερμηνεύεται συνήθως ως ένδειξη των θρησκευτικών αντιθέσεων μεταξύ του αυτοκράτορα και της συζύγου του, Θεοδώρας. Όταν ο Ιουστινιανός στέλνει ιεραποστόλους να κηρύξουν την «ορθή» πίστη, η Θεοδώρα καταφέρνει να καθυστερήσει την αποστολή για να φτάσουν πρώτοι δικοί της, μονοφυσίτες, ιεραπόστολοι που προσηλυτίζουν τα βασίλεια της Νοβατίας και της Άλωας (Αλοδια).

Μια μεταγενέστερη αποστολή του Ιουστινιανού προσηλυτίζει τη Μακουρία, που ακολουθεί για το διάστημα εκείνο το δόγμα της Κωνσταντινούπολης! Στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι συνάφεια υπάρχει με το κοπτικό δόγμα, των γειτονικών Αιγυπτίων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τοποθετήθηκε από τους δύο αρχαιολόγους και ο Καθεδρικός Ναός του Σάι που ερευνήθηκε συστηματικά τα δύο τελευταία χρόνια 2009 και 2010.

Πηγές:

https://en.m.wikipedia.org/wiki/Makuria