18 Οκτωβρίου 1944: Η απελευθέρωση της Λαμίας από τη ναζιστική κατοχή
Οι στρατιωτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια τον Αύγουστο 1944 έκαναν στρατηγικά αναγκαία τη γερμανική υποχώρηση από την Ελλάδα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα και σταδικά όλες οι πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Στερεάς. Η μέρα της λευτεριάς πλησίαζε και για τη Λαμία. Παράλληλα με τη λαχτάρα της προσμονής υπήρχε διάχυτη ανησυχία. Φήμες κυκλοφορούσαν ότι οι Γερμανοί θα ανατίναζαν σημαντικά κτίρια και εγκαταστάσεις για να προκαλέσουν καταστροφές στις υποδομές θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την πόλη και τον πληθυσμό της. Στόχοι ήταν οι μεγάλες αποθήκες πυρομαχικών στο στρατόπεδο Τσαλτάκη, το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής στη Λεωνίδου και το τηλεφωνικό κέντρο στην Αινιάνων. Κινδύνευαν επίσης οι αποθήκες του Ερυθρού Σταυρού σε διάφορα σημεία της πόλης.Αν και η «Θεωρία του Χάους» τελικά εγκαταλήφθηκε, η απειλή εκτεταμένων καταστροφών χρησιμοποιήθηκε ως διαπραγματευτικό όπλο για μια όσο το δυνατό πιο ανώδυνη γερμανική απαγκίστρωση.
Ύστερα από τις παρεμβάσεις του Αυστριακού στρατιώτη με ειδικότητα στους σιδηροδρόμους Τζόζεφ Μπλέχινγκερ (μετέπειτα Ηλία Κόκκινου) που έκοψε τα καλώδια των ανατινάξεων στο στρατόπεδο Τσαλτάκηκαι του Ιταλού αντιφασίστα αξιωματικού του πυροβολικού, αιχμάλωτου των Γερμανών από το 1943, Ευγένιου ντε Σιμόνε, οι καταστροφές τελικά απετράπησαν.Παράλληλα, ο Σουηδός υπεύθυνος της Διεθνούς Επιτροπής Βοηθημάτων του Ερυθρού Σταυρού Στούρε Λίνερ κατόρθωσε να οργανώσει με επιτυχία ομάδες περιφρούρησης από ΕΠΟΝίτες γύρω από τις αποθήκες τροφίμων για την αποτροπή λεηλασιών αλλά και την ανατίναξή τους.
Στις 17 Οκτωβρίου αντάρτες της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ έδωσαν την τελευταία μάχη με τους κατακτητές στη Μεγάλη Βρύση. Σκοτώθηκαν 9 μαχητές. Ξημερώνοντας του Αγίου Λουκά, στις 18 Οκτωβρίου 1944, με το αίμα των τελευταίων θυμάτων τους να αχνίζει ακόμα, οι Γερμανοί κινήθηκαν προς το Δομοκό. Η άλλοτε σιδερόφραχτη στρατιά του Χίτλερ που είχε εισβάλει πριν από 3,5 χρόνια στη χώρα μας με τανκς και μηχανοκίνητα υποχωρούσε εσπευσμένα με τα πόδια και ότι άλλο πρόχειρο μέσο έβρισκε. Από την τελευταία φάλαγγά τους ακούγονταν τα κλάματα και οι φωνές «μάμα μία – μάμα μία» ενός Ιταλού στρατιώτη που έσερναν μαζί τους και τον χτυπούσαν να κάνει πιο γρήγορα. Ο ΕΛΑΣ είχε λάβει εντολή να μην χτυπήσει τους υποχωρούντες Γερμανούς μέσα στις πόλεις για να μην προκληθούν θύματα στον άμαχο πληθυσμό.
Μετά από 1.275 ημέρες κατοχής η Λαμία ήταν και πάλι ελεύθερη. Από το πρωί οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Τα ξημερώματα της 19ης Οκτωβρίου τα πρώτα τμήματα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ μπήκαν στην πόλη. Πρώτο ήταν το 36ο Σύνταγμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Θύμιο Ζούλα και καπετάνιο τον Λουκά Καθούλη από την Αμφίκλεια. Ακολούθησαν το ΕΛΑΝ Μαλιακού με διοικητή τον Σόλωνα Γρηγοριάδη και καπετάνιο τον Σωτήρη Μπεγνή και το 2ο συντάγμα Παρνασσίδος με διοικητή τον Δημήτριο Δημητρίου (Νικηφόρο). Την ίδια ημέρα έφτασαν στη Λαμία τμήματα του 42ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με διοικητή τον Φώτη Βερμαίο και καπετάνιο τον Γιώργο Χουλιάρα(Περικλή) καθώς και εκπρόσωποι του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους για να υποδεχθεί τους σταυραϊτούς της λευτεριάς. Παντού ακούγονταν ζητωκραυγές, αντάρτικα τραγούδια, γέλια και χαρές, θυμάται ο ΕΠΟΝίτης Δημήτρης Κάιλας σημειώνοντας ότι ποτέ έως τότε η πόλη της Λαμίας δεν είχε δει τέτοιες χαρούμενες εκδηλώσεις γεμάτες πατριωτικό ενθουσιασμό.
Τα τμήματα των ανταρτών παρέλασαν στους δρόμους της Λαμίας, από τη Λεωνίδου – Καποδιστρίου – Ρήγα Φεραίου προς την Πλατεία Ελευθερίας και το κέντρο της πόλης. Στο σημερινό κτίριο της Περιφέρειας εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στις 20 Οκτωβρίου 1944 ο Άρης Βελουχιώτης και οι μαυροσκούφηδές του έμπαιναν ως απελευθερωτές στην πρωτεύουσα της Ρούμελης. «Οι αντάρτες συνεπαρμένοι από τον ενθουσιασμό τον υποδέχονταν με ζητωκραυγές και πυροβολισμούς. Τα λουλούδια πέφτουν πάνω του βροχή. Τον στεφανώνουν με στεφάνια από δάφνη και μυρτιά», γράφει ο Νικηφόρος. Είχε προηγηθεί μια ξέφρενη πορεία, όπου ύστερα από αιματηρές συγκρούσες με όσα Τάγματα Ασφαλείας είχαν αρνηθεί να παραδοθούν, ο ΕΛΑΣ ελευθέρωσε από το άγος του δοσιλογισμούτην Πελοπόννησο.Περνώντας με πλοιάρια του ΕΛΑΝ στη Στερεά ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ έφτασε θριαμβευτής στη γενέθλια πόλη του. Από την ευρύτερη περιοχή είχε ξεκινήσει τον Μάιο 1942 τον ένοπλο αγώνα. Έναν αγώνα με διπλό σκοπό και περιεχόμενο, την απελευθέρωση της χώρας από τον φασιστικό ζυγό αλλά και την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας με ελεύθερες και ανεπηρέαστες εκλογές. Τρισήμισι χρόνια αργότερα χάρη στις επιτυχίες των συμμάχων στα μέτωπα του πολέμου και τον ανειρήνευτο αγώνα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στο εσωτερικό ο πρώτος στόχος είχε επιτυχθεί. Απέμενε ο δεύτερος και δυσκολότερος, «το στέργιωμα της λευτεριάς».
Την επόμενη ημέρα εψάλη δοξολογία στη Μητρόπολη. Στη συνέχεια ο Βελουχιώτης και η συνοδεία του κατευθύνθηκαν στο ξενοδοχείο του Βούλγαρη από το μπαλκόνι του οποίου εκφώνησε τον ιστορικό λόγο του. Κάνοντας μια αναδρομή στον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε η αντίσταση και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του λαού, ο Άρης τόνισε ότι ο αγώνας δεν τελείωσε αλλά θα συνεχιστεί μέχρι να κατοχυρωθούν οι ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού.
Και αυτή είναι η πολύτιμη παρακαταθήκη της Αντίστασης.