Η παράταξη του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού στόλου στους Αιγός Ποταμούς της Θράκης το 405 π.Χ. – Το παιχνίδι της τακτικής των Αθηναίων και Σπαρτιατών
Πού βρίσκονταν οι Αιγός Ποταμοί – Πώς βρέθηκαν εκεί ο αθηναϊκός και ο σπαρτιατικός στόλος;
Οι Αιγός Ποταμοί ήταν πολίχνη και μικρός ποταμός στην ανατολική παραλία της Θρακικής Χερσονήσου, απέναντι από τη Λάμψακο. Έμειναν στην ιστορία, γιατί το 405 π.Χ. συγκρούστηκαν εκεί οι στόλοι Αθηναίων και Σπαρτιατών. Η επικράτηση των Λακεδαιμονίων, με επικεφαλής τον Λύσανδρο σήμανε ουσιαστικά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς τον επόμενο χρόνο (404 π.Χ.), η Αθήνα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Θυμίζουμε ότι ο Πόλεμος αυτός είχε ξεκινήσει το 431 π.Χ. Πώς όμως βρέθηκαν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες να συγκρούονται στη Θράκη;
Μετά την αποτυχία τους στις Αργινούσες το 406 π.Χ. και την άρνηση των Αθηναίων να δεχθούν τους όρους τους για τον τερματισμό του πολέμου, οι Λακεδαιμόνιοι πείστηκαν από τους συμμάχους τους να αναθέσουν την αρχηγία του στόλου τους στον Λύσανδρο (σχετικές αναφορές υπάρχουν στον Ξενοφώντα και τον Πλούταρχο).
Ο φιλόδοξος Σπαρτιάτης Λύσανδρος ανασύνταξε τον στόλο χρησιμοποιώντας τη χρηματική βοήθεια που κατόρθωσε να πάρει από τον σατράπη των Σάρδεων Κύρο και αφού εγκαθίδρυσε σε αρκετές μικρασιατικές πόλεις ολιγαρχικά πολιτεύματα, έπλευσε προς τη Λάμψακο με 200 πλοία και την κατέλαβε.
Οι Αθηναίοι, που ως τότε με ορμητήριο τη Σάμο έκαναν επιδρομές εναντίον ιωνικών πόλεων, έπλευσαν προς τον Ελαιούντα με τρεις νέους στρατηγούς που είχαν έρθει από την Αθήνα: τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. Όταν έμαθαν ότι ο Λύσανδρος είχε καταλάβει τη Λάμψακο, τον Σεπτέμβριο του 405 π.Χ. έπλευσαν με 180 πλοία πρώτα στη Σηστό και έπειτα στους Αιγός Ποταμούς. Οι μετακινήσεις αυτές του στόλου των Αθηναίων απέβλεπαν στην καταναυμάχηση του σπαρτιατικού στόλου και την ανακατάληψη της Λαμψάκου. Ο Λύσανδρος, αφού ενίσχυσε τα πλευρά των πλοίων με ξύλινες θωρακίσεις (παραβλήματα), έδωσε εντολή να μην μετακινηθεί κανένα πλοίο από τη θέση που κατείχε μέσα στον Κόλπο της Λαμψάκου.
Η πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς
Οι Αθηναίοι, για να προκαλέσουν τους αντιπάλους τους ήλθαν πολύ νωρίς το πρωί και παρατάχθηκαν μπροστά στο λιμάνι όπου παρέμεναν ως το απόγευμα. Καθώς όμως ο σπαρτιατικός στόλος δεν έκανε καμία κίνηση, έπλευσαν πάλι στους Αιγός Ποταμούς όπου βρισκόταν το στρατόπεδό τους. Από απόσταση όμως τους παρακολουθούσαν κατά διαταγή του Λύσανδρου άνδρες που επέβαιναν σε πολύ γρήγορα κατασκοπευτικά πλοία, με την εντολή να δουν τι θα έκαναν οι Αθηναίοι μετά την απόβασή τους στους Αιγός Ποταμούς. Αυτοί, όταν επέστρεψαν ενημέρωσαν τον Λύσανδρο ότι μερικοί από τους Αθηναίους κατευθύνονταν στη Σηστό για αγορά τροφίμων και άλλοι είχαν διασκορπιστεί στη γύρω περιοχή.
Όταν πληροφορήθηκαν τα γεγονότα αυτά, τα Σπαρτιάτικα πληρώματα που από την αυγή ήταν μέσα στα πλοία βγήκαν στην πόλη της Λαμψάκου. Όλα όσα έγιναν εκείνη τη μέρα από τους δύο αντιπάλους από το πρωί ως το βράδυ, επαναλήφθηκαν για τέσσερις συνεχόμενες μέρες. Την πέμπτη ημέρα τα πλοία του Λύσανδρου που είχαν και πάλι κατασκοπεύσει τους Αθηναίους και επέστρεψαν προς τη Λάμψακο, μόλις έφτασαν στο μέσο της διαδρομής ύψωσαν, σύμφωνα με διαταγή που είχαν, μια χάλκινη ασπίδα, η οποία με την αντανάκλαση που έκανε το φως του ήλιου, έλαμπε τόσο ώστε να φαίνεται από τη Λάμψακο. Η λάμψη αυτή ήταν σημείο ότι οι Αθηναίοι, όπως και τις άλλες μέρες, μετά την αποβίβασή τους στους Αιγός Ποταμούς, είχαν διασκορπιστεί. Τότε ο Λύσανδρος έπλευσε με ολόκληρο τον στόλο, στον οποίο υπήρχαν και πεζοί, όσο ταχύτερα μπορούσε στους Αιγός Ποταμούς.
Ένας από τους Στρατηγούς των Αθηναίων, ο Κόνων, όταν είδε τους αντιπάλους του να πλέουν προς το μέρος τους διέταξε όσους άνδρες ήταν κοντά να σπεύσουν να επιβιβαστούν στα πλοία τους. Αυτοί όμως ήταν πολύ λίγοι. Έτσι μόνο η «στρατηγίδα» του Κόνωνα, επτά άλλα πλοία και η «Πάραλος», ένα από τα δύο ιερά πλοία της αρχαίας Αθήνας (το άλλο ήταν η «Σαλαμινία»), που ήταν ταχύτατη και τη χρησιμοποιούσαν για ειδικές αποστολές, κατάφεραν να επανδρωθούν. Φυσικά τα πλοία αυτά ήταν πάρα πολύ λίγα για να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες και το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να ξεφύγουν από τον εχθρικό κλοιό. Πήγαν κοντά στη Λάμψακο, πήραν μεγαλύτερα ιστία, τα οποία θα τους επέτρεπαν να πλέουν ταχύτερα και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του Ελλησπόντου. Από εκεί η Πάραλος έπλευσε προς τον Πειραιά για να μεταφέρει τις ειδήσεις στους Αθηναίους, ενώ ο Κόνων με τα άλλα πλοία, βλέποντας ότι ο πόλεμος είχε χαθεί και καθώς φοβόταν την αντίδραση του αθηναϊκού Δήμου, κατέφυγε στον Ευαγόρα, βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου.
Η αιφνιδιαστική εφόρμηση του Λύσανδρου στους Αιγός Ποταμούς είχε σαν αποτέλεσμα να κυριευθούν από τους Λακεδαιμονίους χωρίς καμία αντίσταση όλα τα άλλα πλοία των Αθηναίων και να αιχμαλωτιστούν οι σκορπισμένοι άνδρες, εκτός από λίγους που μπόρεσαν να καταφύγουν στα τείχη της Σηστού και σε μερικά άλλα φρούρια της περιοχής. Έπειτα, τα πλοία και σχεδόν 3.000 αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο.
Οι συμβουλές του Αλκιβιάδη που αγνοήθηκαν και η σκληρή τιμωρία των Αθηναίων
Η καταστροφή των Αθηναίων ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, γιατί δεν είχαν φροντίσει να λάβουν έστω και στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας. Ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ήταν εξόριστος στην περιοχή, αλλά δεν έπαυε να είναι Αθηναίος και στρατιωτικά ιδιοφυής, επειδή έβλεπε την απομάκρυνση των ανδρών από τα πλοία, μετά την αποβίβαση υπέδειξε στους Αθηναίους στρατηγούς να χρησιμοποιήσουν το λιμάνι της Σηστού ως βάση τους αντί για την παραλία των Αιγός ποταμών. Δύο όμως από τους στρατηγούς, ο Τυδεύς και ο Μένανδρος απάντησαν στον Αλκιβιάδη ότι δεν είναι εκείνος ο στρατηγός, αλλά αυτοί. Δυστυχώς γι’ αυτούς ο εξόριστος ιδιώτης Αλκιβιάδης είχε δίκιο…
Ο Λύσανδρος, αφού φρόντισε να μεταβιβαστούν στους εφόρους της Σπάρτης οι ειδήσεις για τα συμβάντα, συγκέντρωσε τους συμμάχους και ζήτησε τις απόψεις τους για το τι έπρεπε να γίνει με τους αιχμαλώτους. Οι σύμμαχοι αναφέρθηκαν σε πολλές απαράδεκτες πράξεις των Αθηναίων και ζήτησαν εκδίκηση. Αναφέρονταν κυρίως σε ένα ψήφισμα, με το οποίο οι Αθηναίοι για να περιορίσουν την προθυμία ανδρών από διάφορες πόλεις να κατατάσσονται ως μισθοφόροι- κωπηλάτες στα πλοία των Λακεδαιμονίων, μπορούσαν, αν τους συνελάμβαναν αιχμαλώτους, να τους κόψουν το δεξί χέρι! Επίσης, λεγόταν ότι ο στρατηγός των Αθηναίων Φιλοκλής, που ήταν πλέον αιχμάλωτος των Σπαρτιατών, πέταξε κάποτε στη θάλασσα τους αιχμαλώτους δύο πλοίων που είχε συλλάβει (ενός από την Κόρινθο και ενός από την Άνδρο). Έπειτα από αυτά οι Σπαρτιάτες σκότωσαν όλους τους Αθηναίους αιχμαλώτους ενώ ο Φιλοκλής για τη βδελυρή ενέργειά του που αναφέραμε, αφέθηκε και άταφος. Ο μόνος που επέζησε από τους Αθηναίους αιχμαλώτους ήταν ο στρατηγός Αδείμαντος, γιατί είχε αντιταχθεί στο ψήφισμα.
Τα άσχημα νέα φτάνουν Αθήνα που προετοιμάζεται για πολιορκία
Η Πάραλος, που όπως είδαμε κατάφερε να διαφύγει από τους Αιγός Ποταμούς, έφτασε στον Πειραιά και έφερε τη δυσάρεστη είδηση. Οι άνδρες του πλοίου, αν και δεν είχαν δει όλα τα συμβάντα, καθώς έφυγαν για να γλιτώσουν τη σύλληψη, δεν ήταν δύσκολο να συμπεράνουν τι έγινε. Όταν έφτασαν στον Πειραιά ήταν νύχτα, όμως η είδηση διαδόθηκε πολύ γρήγορα στο λιμάνι. Και οι φρουροί των Μακρών τειχών έμαθαν τα νέα και η είδηση διαδόθηκε σε ολόκληρη την πόλη. Οι Αθηναίοι έμειναν άυπνοι όλο εκείνο το βράδυ. Η λύπη τους ήταν διπλή. Από τη μια, θρηνούσαν για τους συμπολίτες τους που είχαν χαθεί και από την άλλη και για τους ίδιους, καθώς μετά την καταστροφή του στόλου της πόλης έμεναν απροστάτευτοι. Οι Αθηναίοι όμως είχαν ένα μεγάλο προσόν. Έβρισκαν πάντοτε την ψυχική δύναμη για να μένουν όρθιοι μετά από κάθε χτύπημα που δέχονταν και να συνεχίζουν τον αγώνα. Έτσι, παρά τη θλίψη τους, την επόμενη μέρα αποφάσισαν στην Εκκλησία του Δήμου να φράξουν με χώμα τα δύο από τα τρία λιμάνια, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σε αυτά φρουρούς και γενικά να προετοιμαστούν για την αντιμετώπιση πολιορκίας.
Ο Λύσανδρος έπλευσε από την Λάμψακο στην Καλχηδόνα και το Βυζάντιο, όπου εγκατέστησε Λακεδαιμόνιους αρμοστές. Έπειτα, με 200 πλοία έπλευσε στη Λέσβο, η οποία προσχώρησε ολόκληρη στους Λακεδαιμόνιους. Έστειλε ακόμα και στα παράλια της Θράκης 10 πλοία με τον Ετεόνικο, ο οποίος πέτυχε να προσχωρήσουν στους Λακεδαιμονίους και οι πόλεις της περιοχής. Το ίδιο έκαναν και οι άλλες πόλεις που ανήκαν στην αθηναϊκή συμμαχία, εκτός από τη Σάμο. Εκεί η καταστροφή των Αθηναίων τόνωσε την αποφασιστικότητα των δημοκρατικών, οι οποίοι για να μην έχουν εσωτερικούς εχθρούς σκότωσαν τους αριστοκράτες.
Η πολιορκία της Αθήνας και η συνθηκολόγησή της
Το μόνο που έμενε πλέον στους Σπαρτιάτες ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Όλοι οι άνδρες ειδοποίησαν τον Άγη που βρισκόταν στο φρούριο της Δεκέλειας και τους εφόρους της Σπάρτης ότι θα κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά με 200 πλοία. Ο άλλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Παυσανίας, με τους υπόλοιπους Λακεδαιμόνιους και τους Πελοποννήσιους πλην των Αργείων, εισέβαλε στην Αττική και αφού στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη της Αθήνας άρχισε να πολιορκεί την πόλη. Μάλιστα, καθώς ερχόταν από τη Σάμο εγκατέστησε πάλι στις πόλεις τους τους κατοίκους της Μήλου και της Αίγινας, λεηλάτησε τη Σαλαμίνα και απέκλεισε με 150 πλοία το λιμάνι του Πειραιά.
Οι Αθηναίοι, όσο είχαν αποθέματα τροφίμων, παρέμεναν σταθεροί στην απόφασή τους να αμυνθούν. Όταν όμως οι κάτοικοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα, έστειλαν πρέσβεις στη Δεκέλεια (που είναι γνωστή σήμερα και ως Τατόι) και πρότειναν στον Άγη την σύναψη ειρήνης, με την οποία οι Αθηναίοι θα κρατούσαν τα Μακρά τείχη και τον Πειραιά και θα συμμαχούσαν με τους Λακεδαιμόνιους. Ο Άγης τους παρέπεμψε στη Σπάρτη. Οι έφοροι απάντησαν στους πρέσβεις των Αθηναίων, όταν οι τελευταίοι έφθασαν στη Σελλασία, βόρεια της Σπάρτης, να επιστρέψουν στην Αθήνα, μέχρι να εκδηλώσουν οι συμπολίτες τους μεγαλύτερη επιθυμία για σύναψη ειρήνης.
Ως βασικό γνώρισμα μιας τέτοιας προθυμίας οι έφοροι θεωρούσαν τη συναίνεση των Αθηναίων για την κατεδάφιση των τειχών τους. Η στάση των Σπαρτιατών προς τους πρέσβεις τους, δημιούργησε στους Αθηναίους τον φόβο ότι οι Λακεδαιμόνιοι απέβλεπαν σε μια άνευ όρων υποταγή της πόλης, οπότε έπρεπε να αναμένουν και τον εξανδραποδισμό (υποδούλωσή τους). Κανείς όμως δεν ήθελε να προτείνει την κατεδάφιση των τειχών της πόλης, εκτός από τον Αρχέστρατο, που ήταν ο μόνος που ζητούσε συνθηκολόγηση άνευ όρων και γι’ αυτό συνελήφθη.
Με το ψήφισμα που υπέβαλε ο Κλεοφών και ενέκρινε η Εκκλησία του Δήμου απαγορευόταν στους Αθηναίους να υποβάλουν πρόταση που θα περιελάμβανε την καταστροφή των τειχών. Οι αποφάσεις αυτές δεν έλυσαν όμως το πρόβλημα. Ήταν επιτακτική η ανάγκη ενός διαφορετικού πολιτικού χειρισμού. Το χειρισμό αυτό ανέλαβε ο Θηραμένης, γνωστός κι από το άρθρο μας για τον Αλκιβιάδη, που ανέλαβε να πάει αυτός στους Λακεδαιμόνιους για να δει τι ακριβώς θέλουν. Μάλλον όμως κινήθηκε καιροσκοπικά θέλοντας να καμφθεί το φρόνημα των Αθηναίων μπροστά στο φάσμα του θανάτου από την πείνα. Γι’ αυτό έμεινε για τρεις μήνες κοντά στον Λύσανδρο και όταν επέστρεψε στην Αθήνα είπε ότι τον κράτησε ο Σπαρτιάτης τόσον καιρό χωρίς να του δίνει απάντηση και τον παρέπεμψε τελικά στους εφόρους της πόλης του.
Τελικά, την άνοιξη του 404 π.Χ. οι Αθηναίοι εξουσιοδότησαν τον Θηραμένη να συνάψει Συνθήκη ειρήνης με οποιουσδήποτε όρους και τον έστειλαν στη Σπάρτη μαζί με άλλους εννιά πρέσβεις. Εκεί όμως, η Κορίνθιοι, οι Θηβαίοι και άλλοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων ζητούσαν τον εξανδραποδισμό των Αθηναίων. Όμως οι Σπαρτιάτες θύμισαν την τεράστια προσφορά των Αθηναίων κατά τους Περσικούς Πολέμους, αρνήθηκαν κάτι τέτοιο και έθεσαν τους εξής όρους για σύναψη ειρήνης:
α) να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά
β) όλος ο στόλος των Αθηναίων, εκτός από λίγα πλοία, να παραδοθεί
γ) να φύγουν οι Αθηναίοι φρουροί από τις άλλες πόλεις και μαζί μ’ αυτούς και όσοι Αθηναίοι είχαν το δικαίωμα να κατέχουν γη εκτός της πόλης τους
δ) όλοι οι Αθηναίοι φυγάδες να επανέλθουν και
ε) οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Λακεδαιμόνιους σε ξηρά και θάλασσα σε περίπτωση πολέμου.
Οι πρέσβεις των Αθηναίων ζήτησαν να επιστρέψουν στην πόλη τους για να ανακοινώσουν τους όρους της Συνθήκης. Κάποιοι μάλιστα στην Αθήνα, παρά τον αποκλεισμό και την πείνα, ήταν αντίθετοι στην κατεδάφιση των τειχών. Ένας νέος μάλιστα ρώτησε τον Θηραμένη πώς τολμούσε να κάνει το αντίθετο απ’ ότι ο Θεμιστοκλής. Αυτός του απάντησε ότι όπως ο Θεμιστοκλής κατασκεύασε τα τείχη για να σώσει την πόλη, έτσι κι αυτός συνιστά την κατεδάφισή τους για τον ίδιο σκοπό. Μετά από συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου, οι Αθηναίοι δέχτηκαν τους όρους των Σπαρτιατών.
Ο Λύσανδρος στη συνέχεια παρέλαβε όλα τα πλοία των Αθηναίων, εκτός από δώδεκα, ενώ οι φυγάδες ολιγαρχικοί επέστρεψαν στην πόλη. Έπειτα, ο Λύσανδρος έδωσε διαταγές για κατεδάφιση των τειχών. Με μια μάχη, που ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ, έληξε ο πλέον μακροχρόνιος πόλεμος μεταξύ Ελλήνων στην αρχαιότητα, ο Πελοποννησιακός (431- 404 π.Χ.). Ήταν ουσιαστικά εμφύλιος πόλεμος που έβλαψε πάνω απ’ όλα την Ελλάδα, γιατί έφθειρε τις ζωτικές δυνάμεις και τις αξίες του ελληνισμού.