Ο Καραϊσκάκης, μετά το διορισμό του ως Αρχιστρατήγου της Ρούμελης, αφού ενίσχυσε το εκστρατευτικό του σώμα με έμπειρους οπλαρχηγούς, αναχωρεί στις 25 Οκτωβρίου 1826 από την Αθήνα προς τη Ρούμελη, δίνοντας μάχες σε διάφορα μέρη και προσβάλλοντας τοπικές εχθρικές φρουρές.
Έφθασε στη Δομβραίνα στις 27 Οκτώβρη 1826, όπου πολιόρκησε τους 300 Τούρκους που είχε αφήσει φρουρά ο Μουστάμπεης, πηγαίνοντας στην Αταλάντη για να προφυλάξει τις αποθήκες εφοδιασμού του Κιουταχή.
Η πολιορκία της Δομβραίνας συνεχιζόταν, όταν ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε ότι ο Μουστάμπεης, αφού διέλυσε τα Ελληνικά στρατεύματα που προσπάθησαν να χτυπήσουν τις αποθήκες εφοδιασμού του Κιουταχή, κατευθυνόταν στη Λιβαδειά, την οποία έλεγχαν ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Καραϊσκάκης στις 14 Νοεμβρίου 1826, ξεκινάει από το Κακόσι (Θίσβη) και την ίδια ημέρα διανυκτερεύει στο χωριό Πρόδρομος Βοιωτίας (Χώστια), όπου συναντάει τα στρατεύματα των Σουλιωτών, προκειμένου να δράσουν όλοι μαζί, εμποδίζοντας τα στρατεύματα του Μουστάμπεη.
Την επόμενη ημέρα (15 Νοεμβρίου 2009), το απόγευμα ο Καραϊσκάκης φθάνει στο μοναστήρι του Αγίου Σεραφείμ στο Δομπό (περιοχή Λιβαδειάς) ενώ την άλλη μέρα προωθούνται στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, όπου και διανυκτερεύουν, αφήνοντας 60 αγωνιστές για την προστασία του, ώσπου στις 17 Νοεμβρίου 1826 βρίσκονται στο Δίστομο όπου και στρατοπεδεύουν, πριν δύσει ο ήλιος.
Στο μεταξύ, το εκστρατευτικό σώμα του Μουστάμπεη στρατοπέδευσε στην περιοχή της Δαύλειας, στις 17 Νοεμβρίου 1826, όπου οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι διανυκτέρευσαν στη Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ, δυτικά της Δαύλειας. Ο Κιουταχής είχε ενισχύσει το Μουστάμπεη στέλνοντας τον Κεχαγιάμπεη (υπαρχηγό της Στρατιάς του) και σημαντική βοήθεια που ανερχόταν συνολικά στους 2000 άνδρες από τους οποίους οι 300 ήταν ιππείς.
Σκοπός του Μουστάμπεη ήταν αρχικά να λύσει την πολιορκία του Κάστρου της Άμφισσας, το οποίο πολιορκούσαν οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς, προελαύνοντας δια μέσου της Αράχωβας, καθώς και να χτυπήσει το εκστρατευτικό σώμα του Γαρδικιώτη Γρίβα που βρισκόταν στρατοπεδευμένο στο Δίστομο.
Η κατάληψη της Αράχωβας, από το Μουστάμπεη, ήταν το πρώτιστο μέλημα ώστε να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της στρατηγικής σημασίας, περιοχής της Αράχωβας και άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή από τις 18 Νοεμβρίου 1826.
Τα γεγονότα
Η στρατιωτική ιδιοφυία του Καραϊσκάκη είχε προδιαγράψει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την περίσταση σχέδιο. Τις βραδινές ώρες στις 17 Νοεμβρίου 1826, στο Στρατηγείο του Καραϊσκάκη στο Δίστομο, παρουσιάστηκε ο απεσταλμένος του ηγούμενου της Μονής Ιερουσαλήμ Δαύλειας, ήταν ο Αραχωβίτης Μοναχός Παφνούτιος Χαρίτος, ο οποίος αποκάλυψε το σχέδιο του Μουστάμπεη για την κατάληψη της Αράχωβας.
Το εκστρατευτικό σώμα 2500 Τουρκαλβανών, ως γνωστό, βρισκόταν στη Δαύλεια, ενώ διανυκτέρευσαν στο Μοναστήρι της Ιερουσαλήμ ο Mουστάμπεης με τον Κεχαγιάμπεη και οι υπόλοιποι υψηλοί αξιωματούχοι.
Όταν έμαθε ότι ο εχθρός θα κινούσε προς την Αράχωβα, δεν έστειλε το στρατό του, να πιάσει τα στενά να την προστατεύσει, αντίθετα έστελνε μια μικρή μόνο δύναμη και παρήγγειλε στους οπλαρχηγούς του να κυκλώσουν την Αράχωβα δυτικά κι ανατολικά. Ο ίδιος θα κινούταν από Ζεμενό προς Αράχωβα, αφότου περνούσε η κύρια δύναμη των Τούρκων του Μουστάμπεη.
Οι οπλαρχηγοί Γαρδικιώτης και Βάγιας έφτασαν στην Αράχωβα στις 18 Νοεμβρίου 1826, με 500 στρατιώτες, ενώ την επόμενη ημέρα, φάνηκαν οι Αρβανίτες του Μουστάμπεη, να κατεβαίνουν από τον Παρνασσό (θέση «Μάνα»). Μόλις είδαν το χωριό αποκλεισμένο, άρχισαν να πυροβολούν και ο πόλεμος να γενικεύεται. Ταυτόχρονα ο οπλαρχηγός Χατζηπέτρου, με 400 άνδρες κατηφόριζε από την αντικρυνή πλαγιά του Παρνασσού.
Η μάχη εξακολουθούσε να είναι ζωηρή γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στα γύρω σπίτια, όταν το μεγάλο σώμα των Τουρκαλβανών με τους αρχηγούς τους Κεχαγιάμπεη και Μουστάμπεη, έφτασαν στην Αράχωβα από το Ζεμενό και η επίθεση τους γενικεύτηκε.
Τα Τουρκικά στρατεύματα είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν τα ανατολικά σπίτια της Αράχωβας, ενώ οι Τούρκοι προχωρούσαν προς το κέντρο του χωριού, εγκατεστημένοι στα υψώματα πάνω από την εκκλησία του Άι- Γιώργη και στο λόφο «Λυκότρουπο» ΒΑ της Αράχωβας.
Την κρίσιμη τούτη ώρα φάνηκε να έρχεται ο Καραϊσκάκης με 800 παλικάρια από το Ζεμενό, κυνηγώντας την κύρια δύναμη των Τούρκων που είχε έρθει νωρίτερα στην Αράχωβα. Τούρκοι και Αρβανίτες διασκορπίζονται προς τους Δελφούς, ενώ χτυπιούνται από το σώμα των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά που ανέβαιναν από την Άμφισσα στην Αράχωβα προς βοήθεια του Καραϊσκάκη.
Οι Τούρκοι ζητάνε συνθήκη με όρους η οποία δε γίνεται δεκτή από τους Έλληνες οπλαρχηγούς Περραιβό και Ρούκη τους οποίους είχε στείλει ο Καραϊσκάκης.
H τακτική της περικύκλωσης και ο αυστηρός αποκλεισμός εφαρμόζονταν από εδώ και εξής. Στις 22 Νοεμβρίου 1826, σκοτώνεται ο Μουστάμπεης και ζητούν δεύτερη συνθήκη η οποία απορρίπτεται από τους Έλληνες.
Στις 24 Νοεμβρίου 1826, άρχισε φοβερή χιονοθύελλα. Ο δυνατός βόρειος παγωμένος αέρας με το πυκνό χιόνι που έπεφτε, έφερε σε δυσμενή θέση τους Τουρκαλβανούς οι οποίοι, μην έχοντας άλλη επιλογή, επιχείρησαν να διασπάσουν τον κλοιό με κατεύθυνση ΒΑ προς τα υψώματα της «Μάνας».
Σε αυτή την απέλπιδα προσπάθεια διαφυγής των Τουρκαλβανών, οι Έλληνες, με τη συνδρομή του Αγίου Γεωργίου, εξορμούν εναντίον τους, καταδιώκοντας τους προς τα υψώματα του Παρνασσού. Η καταδίωξη συνεχίστηκε καθ΄όλη τη νύχτα προς τα υψώματα του Παρνασσού και όσοι Τουρκαλβανοί κατόρθωσαν να φθάσουν στη Δαύλεια, πέθαναν από τις κακουχίες και το δριμύ ψύχος.
Στις 25 Νοεμβρίου 1826, ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης περιήλθε την περιοχή της Μάχης και διαπίστωσε το μέγεθος της καταστροφής της εχθρικής δύναμης. 1300 νεκροί Τουρκαλβανοί και 200 αιχμάλωτοι ενώ πολλά λάφυρα είχαν περιέλθει στους Έλληνες.
Στη συνέχεια πήγε στην εκκλησία του Άι-Γιώργη όπου προσευχήθηκε με ευλάβεια και ευχαρίστησε τον προστάτη Άγιο για τη βοήθεια του, στη νικηφόρα έκβαση της Μάχης.
Τα Eπινίκια
Την επόμενη ημέρα της Μάχης (25 Νοεμβρίου 1826), οι περισσότεροι Έλληνες, πήραν το δρόμο στο πεδίο της Μάχης για να βρουν λάφυρα και Τουρκικά κεφάλια. Έφεραν και παρέδωσαν στον Καραϊσκάκη περί τα 300 κεφάλια, για τα οποία εκείνος τους φιλοδώρησε. Με τα κεφάλια που μαζεύτηκαν, ο Αρχιστράτηγος διέταξε και έκτισαν στη θέση «Πλόβαρμα» (Πλατάνια), τρόπαιο, πύργο κωνικό, λείψανο της βαρβαρότητας των ηθών, στην κορυφή του οποίου τοποθέτησαν τα κεφάλια των αρχηγών Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη, με την επιγραφή:
«ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΑΝΕΓΕΡΘΕΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1826 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 24 ΕΝ ΑΡΑΧΩΒΑ»
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την ηρωϊκή έξοδο και την πτώση του Μεσολογγίου στα 1826, ο αγώνας των Ελλήνων περιορίστηκε στο Παλαμήδι της Πελοποννήσου και στην Ακρόπολη των Αθηνών. Τα τουρκικά στρατεύματα φάνηκε ότι επικράτησαν στη Στερεά Ελλάδα. Η επανάσταση «έπνεε τα λοίσθια». Ο Κιουταχής κηρύσσει αμνηστεία και οι ΄Ελληνες τη δέχονται, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί, προκειμένου να ξεκουραστούν ώστε να προετοιμαστούν για τον κατοπινό αγώνα.
Η Ελληνική κυβέρνηση, τον Ιούλιο του 1826, προσκαλεί στο Ναύπλιο το Γ. Καραϊσκάκη και αποφασίζει το διορισμό του ως αρχιστράτηγου της Ρούμελης. ώστε να ξεσηκώσει και πάλι τους Έλληνες. Κρίσιμη η στιγμή για τους τυραννισμένους Ρωμιούς, η επιστολή του πρωθυπουργού Ανδρέα Ζαϊμη προς το Γεώργιο Καραϊσκάκη, είναι αποκαλυπτική: «Η Ελλάς προσκυνεί και πάσχισον δια την κοινήν σωτηρίαν».
Στην τελευταία συνεδρίαση, ο Πρωθυπουργός, συγκινημένος, απευθύνεται προς τον αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη:
« Στρατηγέ, η Διοίκηση σας απονέμει τον βαθμό του Αρχιστρατήγου της Ρούμελης και σας αναθέτει την εκστρατείαν δια την σωτηρίαν της χώρας. Σεις γνωρίζετε τι θα πράξετε. Να δείξετε και αύθις την πολεμικήν αρετήν σας, να παραστήσετε τον κίνδυνο του έθνους εις τους λοιπούς στρατηγούς και να εκστρατεύσετε όσον τάχος εις την Ανατολικήν Ελλάδα δια να συνδράμετε τους κινδυνεύοντας αδελφούς. Η Κυβέρνησις θα σας εφοδιάσει με πυροβόλα και τροφάς. Ο Θεός μαζί σας».
O Καραϊσκάκης, αφού συγκεντρώσει έμπειρους οπλαρχηγούς, θα ξαναζωντανέψει τη σπίθα της Επαναστάσεως στη Στερεά Ελλάδα και θα συντρίψει τους Τουρκαλβανούς στη Μάχη της Αράχωβας στις 24 Νοεμβρίου 1826.
Η σημασία της νίκης της Αράχωβας, υπήρξε μεγάλη καθόσον αναπτέρωσε το ηθικό των μαχομένων μετά την πτώση του Μεσολογγίου και τους έδωσε ελπίδα να συνεχίσουν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, μέχρι την τελική δικαίωση.