Η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786–1844) ήταν Ελληνίδα φιλελληνίς. Η Ρωξάνδρα Στούρτζα γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1786 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν ο Σκαρλάτος Στούρτζας καταγόμενος από ευγενή και πλούσια οικογένεια οι ρίζες της οποίας ανάγονταν από τον 13ο αιώνα στην Μολδαβία. Η μητέρα της Σουλτάνα ήταν κόρη του Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας (1777–1782), πρίγκηπα Κωνσταντίνου Μουρούζη.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη κι απέκτησαν συνολικά πέντε παιδιά: τον Κωνσταντίνο, τη Σμαράγδα, την Ελένη, τη Ρωξάνδρα-Αλεξάνδρα και τον Αλέξανδρο.
Ο Σκαρλάτος Στούρτζας εγκατέλειψε το Ιάσιο και εγκαταστάθηκε στη Λευκορωσία, αφήνοντας πίσω την τεράστια οικογενειακή κτηματική περιουσία του και εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο πύργο στην ύπαιθρο μακριά από την Αγία Πετρούπολη λόγω της ακριβής ζωής της πρωτεύουσας. Ο πύργος βρισκόταν συγκεκριμένα στο Μοχίλε, στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείπερου. Η φυγή αυτή ήταν αποτέλεσμα της μεταβολής των συνθηκών μετά τον τερματισμό του Ρωσοτουρκικού πόλεμου και την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου, του θανάτου του πεθερού του, αλλά και των συνεχών προσκλήσεων που δέχονταν από το περιβάλλον της Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας.
Κατ’ οίκον δάσκαλοι φρόντισαν να δώσουν επιμελημένη παιδεία με ιδιαίτερη έμφαση στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ενώ ο πατέρας «μας ενέπνευσε […] τον σεβασμό προς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η μελέτη όμως πολλών φιλοσοφικών συγγραμμάτων είχε κλονίσει την πίστη μας». Μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ποικίλα ερεθίσματα και σημαντικούς επισκέπτες, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, έφτασε και ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης με την προβληματική που γεννούσε.
Το 1801 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αγία Πετρούπολη για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους τα παιδιά της οικογένειας. Έτσι ο μεγαλύτερος γιος Κωνσταντίνος γράφτηκε σε στρατιωτική σχολή, ενώ ο πατέρας διορίστηκε στη θέση του συμβούλου Επικρατείας στην αυλή του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας.
Η ύστερη εφηβεία της Ρωξάνδρας σημαδεύτηκε από δύο τραγικές απώλειες για την οικογένειά της και την ίδια, τον θάνατο της αδελφής της Σμαράγδας ύστερα από σύντομη ασθένεια και την αυτοκτονία του αδελφού της Κωνσταντίνου στο Βερολίνο, γιατί έτσι αποκαθιστούσε την τρωθείσα στρατιωτική του τιμή επειδή ως νέος αξιωματικός δεν μπόρεσε να λάβει ενεργό μέρος σε καμιά μάχη της πατρίδας του εναντίον των Γάλλων.
Στις αρχές του 1806 ο πατέρας της την εισήγαγε στην αυλή του τσάρου Αλέξανδρου A’ και κέρδισε τις εντυπώσεις και την εκτίμηση λόγω της ευγένειάς της και της ευφυίας της τόσο που διορίστηκε Κυρία επί των τιμών, αρχικά της αυτοκράτειρας μητέρας Μαρίας Θεοδώρεβνας και μετά της Γερμανίδας αυτοκράτειρας Ελισσάβετ, συζύγου του τσάρου.
Η γνωριμία με τον Ιωάννη Καποδίστρια
Οι πρώτες επαφές τους, στα 1809, συνδέθηκαν με την παρουσία και των δύο, του Καποδίστρια με την ιδιότητα του διπλωμάτη του Υπουργείου των Εξωτερικών και της Ρωξάνδρας ως Κυρίας επί των τιμών, σε διάφορες αυτοκρατορικές δεξιώσεις αλλά και γεύματα που ο πατέρας της παρέθετε. Για ένα χρονικό διάστημα τριών ετών οι δύο τους σχετίζονταν σε ένα επίπεδο βαθιάς φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης που δεν εξελίχθηκε σε κάποιον ερωτικό δεσμό.
Οι λόγοι της μη εκδήλωσης των βαθύτερων συναισθημάτων του Καποδίστρια προς την Ρωξάνδρα ανιχνεύονται στην αλληλογραφία που διατηρούσε με τον πατέρα του, αλλά και στα απομνημονεύματα της Ρωξάνδρας Στούρτζα: επεδίωκε την εξασφάλιση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας και ανεξαρτησίας κι όχι μια ασύμμετρη σχέση -προϊόν συνοικεσίου- οικονομικά και κοινωνικά με μία σύζυγο πιο εύπορη από τον ίδιο. Ακόμα, η δημιουργία μιας οικογένειας ως αυτοσκοπού στη Ρωσία, μακριά από την πατρική του οικογένεια δεν τον ικανοποιούσε. Τέλος η προσήλωσή του στην Ελληνική υπόθεση ήταν ένας ακόμα λόγος που τον έκανε να απορρίπτει την προοπτική του γάμου.
Από το 1811 έως το 1814 χωρίστηκαν οι δρόμοι τους. Το 1813 ο πατέρας της αρρώστησε από ημιπληγία.
Εκ νέου συνάντηση με τον Καποδίστρια
Τέλη του 1813 αναχώρησε ως συνοδός της Αυτοκράτειρας για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη: Βερολίνο, Λειψία, Βαϊμάρη. Στο Βερολίνο της δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθεί τον τάφο του αδελφού της, στη Λειψία να γνωρίσει τον Γκαίτε και στη Βαϊμάρη τον κόμητα Έντλινγκ, πρόσωπο καθοριστικό στην μετέπειτα ζωή της.
Στην πόλη Μπρούσαλ έλαβε την πρώτη επιστολή από τον Καποδίστρια μετά το μακροχρόνιο χωρισμό τους. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια εκτενής αλληλογραφία. Η Ρωξάνδρα συνέχισε το ταξίδι της στη Βιέννη. Εκεί συνάντησε ξανά τον Καποδίστρια και εκείνος της εξέφρασε την επιθυμία του να προσηλωθεί στην Ελληνική υπόθεση κι εκείνη του ζήτησε να μείνουν τουλάχιστον φίλοι. Μαζί θα μοιράζονταν μια κοινή προσπάθεια: της απελευθέρωσης των Ελλήνων και της μόρφωσης των Ελληνοπαίδων.
Ο γάμος της
Στα τέλη του 1816 παντρεύτηκε τον κόμη Άλμπερτ Γκάεταν Έντλινγκ, υπουργό των εξωτερικών της Βαϊμάρης και εξάδελφο της τσαρίνας, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε από την ίδια την τσαρίνα. Ο γάμος της ήταν συμβατικός και χωρίς συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ του ζεύγους, ενώ η ίδια επιθυμούσε να επιστρέψει στην Πετρούπολη όπου βρισκόταν η οικογένειά της. Για να το πετύχει αυτό επεδίωξε να διοριστεί ο σύζυγός της στην Τσαρική αυλή κι όταν δεν το κατόρθωσε επέστρεψαν ιδιωτικά και εγκαταστάθηκαν στα πατρικά της κτήματα στη Λευκορωσία, πιθανώς μετά τα μέσα του 1821. Ο τσάρος της παραχώρησε μια μεγάλη έκταση γης στη Βεσσαραβία για να την αξιοποιήσει ο σύζυγός της.
Οι φιλελληνικές της πρωτοβουλίες
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα υπήρξε από τα πιο δραστήρια μέλη της Φιλόμουσης Εταιρεία Βιέννης. Ενίσχυσε και χρηματοδότησε τις σπουδές των Ελληνοπαίδων οι οποίοι σπούδαζαν εκεί, καθώς και τη διαμονή τους. Το μέγαρό της στη Βαϊμάρη υπήρξε τόπος συνάθροισης των Ελλήνων σπουδαστών. Χρηματοδότησε την έκδοση της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα του έργου του Γκαίτε Ιφιγένεια εν Ταύροις, το 1818 από τον σπουδαστή του Πανεπιστημίου της Ιένας Ιωάννη Παπαδόπουλο.
Πληροφορούμενη την άφιξη μεγάλου αριθμού από Έλληνες πρόσφυγες οι οποίοι είχαν φτάσει στην Οδησσό έσπευσε να εγκατασταθεί εκεί με σκοπό την οργάνωση βοήθειας προς αυτούς. Μετέφερε τρόφιμα από το κτήμα της στη Βεσσαραβία, διένειμε χρήματα και μερίμνησε για την άμεση στέγασή τους. Παράλληλα με πολλές επιστολές της προς διπλωμάτες, δούκες και ευγενείς της Ευρώπης και της Ρωσίας επιχείρησε να τους κινητοποιήσει για την Ελληνική υπόθεση. Οι πρωτοβουλίες της δεν έμεναν χωρίς αποτέλεσμα, όπως εκείνη προς τον Ρώσο πρίγκηπα Αλέξανδρο Γκαλιτζίν, υπουργό της Παιδείας, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής επιτροπής η οποία πραγματοποίησε έρανο με σκοπό την περίθαλψη προσφύγων.
Για τον καλύτερο συντονισμό της παρεχόμενης ανθρωπιστικής βοήθειας σύστησε Ευεργετικήν Εταιρείαν στην Οδησσό, ορφανοτροφείο για την περίθαλψη των ορφανών από την Επανάσταση Ελληνόπουλων. Μέσα σε αυτό ιδρύθηκε σχολείο για την στοιχειώδη εκπαίδευσή τους. Επίσης φρόντισε και για την δωρεάν εκπαίδευση των κοριτσιών με τη σύσταση Παρθεναγωγείου εντός μιας γυναικείας μονής.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1844.
wikipedia